Οι προεκλογικές καμπάνιες παρουσιάζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής χαρακτηριστικά: Λένε σε κάθε εν δυνάμει ψηφοφόρο αυτό ακριβώς που θέλει να ακούσει με σκοπό να τον «οδηγήσει» στις κάλπες και επίσης –ρητά ή υπόρρητα –επικεντρώνονται στη σύμβαση της νέας εποχής που υπογράφεται συχνά αναφερόμενες σε κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο που όμως ξεχνιέται την επομένη των εκλογών. Υπ’ αυτήν την έννοια και στις τρέχουσες εκλογές μεγάλα και μικρά κόμματα, με βεβαιότητα εισόδου στη Βουλή και άλλα αντίστοιχα με καμία πιθανότητα, τριβελίζουν το εκλογικό σώμα τάζοντάς του λαγούς και πετραχήλια, άλλοι ως μάγοι ότι θα λύσουν τον γόρδιο δεσμό του χρέους και της ύφεσης και άλλοι ότι δεν πρέπει να χαθεί η «ιστορική» ευκαιρία.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό όλοι αναμένουμε να δημιουργηθεί έντονη πόλωση ανάλογη ίσως με εκείνη ή και μεγαλύτερη με τις εκλογές του 1993, που ήταν το αποκορύφωμα της «μαύρης, αρνητικής» διαφήμισης. Ομως από τότε πολλά φαίνεται να έχουν αλλάξει, και αυτό ας το έχουν υπόψη οι ηγήτορες και οι μέντορες της πολιτικής επικοινωνίας στην Ελλάδα. Η πολιτική, όχι μόνον λόγω του Μνημονίου, αλλά και πολύ πριν, δεν συναρπάζει τους απλούς ανθρώπους όπως στο παρελθόν.

Τίθεται, λοιπόν, εύλογα το ερώτημα γιατί η δημοκρατία που, όπως είναι κοινώς αποδεκτό, αποτελεί την καλύτερη μορφή διακυβέρνησης, παρακινεί όλο και λιγότερους να ασκήσουν με «χαρά» το εκλογικό τους δικαίωμα; Αν στο παρελθόν η πολιτική σηματοδοτούσε τον δημόσιο έλεγχο, τον διάλογο και τη λογοδοσία, σήμερα παραπέμπει εμβληματικά στην υποκρισία, στη διαφθορά και την ανεπάρκεια. Μήπως γι’ αυτόν τον λόγο είμαστε αδιάφοροι απέναντι στους πολιτικούς και την πολιτική; Μήπως αυτή η έντονη τάση απαρέσκειας, αποστροφής και κυνισμού έχει να κάνει κυρίως με τη χρησιμότητα της πολιτικής; Αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και η επίλυση των προβλημάτων προς όφελος του γενικού συμφέροντος, τότε η πολιτική παρουσιάζει σοβαρή παθογένεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν είναι τόσο η αδυναμία αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια όσο τα περισσότερο απλά αλλά εξίσου σημαντικά προβλήματα της καθημερινότητάς μας, όπως π.χ. η διαχείριση των απορριμμάτων. Και ας μην πουν μερικοί ότι αναφέρομαι στη μία πλευρά, γιατί κι από την άλλη κάποιοι νεοεκλεγέντες τοπικοί και περιφερειακοί άρχοντες που θα έφερναν την αλλαγή έχουν μείνει στην αδράνεια.

Ωστόσο, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ολοένα και περισσότεροι τείνουμε να μην πολυπιστεύουμε ότι οι πολιτικοί θα θέσουν κατά μέρος το κομματικό και το προσωπικό τους συμφέρον. Μήπως, τελικά, όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι γι’ αυτήν την κατάσταση; Μήπως, δηλαδή, φταίμε κι εμείς οι πολίτες οι οποίοι συχνά διαμαρτυρόμαστε για τους πολιτικούς που έχουμε αλλά εμείς τους ψηφίζουμε; Μήπως φταίνε και οι πολιτικοί που όλο μιλάνε για διαφορετικές πολιτικές και η μόνη πολιτική που ασκούν δεν είναι ούτε καν μια εμπνευσμένη διαχείριση, ενώ συνήθως αναφέρονται στα «κέντρα των Βρυξελλών» για να αποποιηθούν τις ευθύνες τους –κάτι το οποίο σε τελική ανάλυση οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής; Μήπως τελικά για όλα φταίνε τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα ηλεκτρονικά, που ικανοποιούνται συχνά από τον θόρυβο που προκαλούν αντί να αναλύουν τα δρώμενα και τις συνέπειές τους;

Κατ’ ουσίαν όλοι έχουν ένα μερίδιο ευθύνης, ακόμα και οι διανοούμενοι, οι οποίοι συχνά με τις ναρκισσιστικές αναλύσεις τους και έχοντας πάντα άλλοθι ατράνταχτο για τη «λαμπερή απουσία» τους, αντί να διαφωτίζουν, δημιουργούν σύγχυση. Στην πράξη όμως έχουμε αρχίσει να απαξιώνουμε την πολιτική από τη στιγμή που δεν έχει μείνει πλέον τίποτα σε αυτήν για να μας εμπνεύσει, να μας παρακινήσει και να την «αγαπήσουμε» –εκτός ίσως από να κάνουμε like στο facebook.