«Δεν προέκυψε κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ούτε προέκυψε η βασιμότητα της καταγγελίας».

Με το σκεπτικό αυτό έθεσε στο αρχείο την υπόθεση με τις καταγγελίες Χαϊκάλη για προσπάθεια χρηματισμού του από τον Γιώργο Αποστολόπουλο προκειμένου να ψηφίσει Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο εισαγγελέας εφετών Παναγιώτης Παναγιωτοπουλος.

Σε επτά σελίδες που αριθμεί το πόρισμα, ο κ Παναγιωτοπουλος κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος ποινικής διώξεως, δεν προκύπτουν ενδείξεις που απαιτεί ο νόμος για την πράξη της δωροδοκίας βουλευτή.

Δεν πείθεται για τη βασιμότητα των καταγγελιών του Χαϊκάλη, καθώς «και το προσελθόν (Αποστολόπουλος) στη συνάντηση πρόσωπο είχε επίσης παγιδέψει το χώρο με τοποθέτηση συσκευής καταγραφής ήχου κάτω από το τραπέζι της συνάντησης (το οποίο ανακάλυψαν οι Καμμένος και Χαϊκάλης), με κάμερα σε ανιχνευτή φωτιάς στο ταβάνι της οροφής αλλά και με τοποθέτηση ενός ζευγαριού σε σωστά επιλεγμένη θέση ώστε να έχει πλήρη οπτική επαφή με τα συνομιλούντα πρόσωπα».

«Προκύπτει αναμφίβολα ότι μέχρι τις 18.15 της 12ης Δεκεμβρίου τόσο η εισαγγελία εφετών Αθηνών όσο και η Αστυνομία δε γνώριζαν τα στοιχεία της ασφαλείας του προσώπου που θα προσέγγίζε και θα επισκέπτονταν τον Χαϊκάλη στο σπίτι του. Η Ασφάλεια τα έμαθε ατύπως εκείνη τη στιγμή και επίσημα 20.10 της ίδιας μέρας όταν ο Χαϊκάλης έδωσε κατάθεση στη ΓΑΔΑ».

«Ετσι πιθανολογείται σφόδρα ότι η μη προσέλευση του Αποστολόπουλου δεν είναι διαρροή για τον απλούστατο λόγο ότι μέχρι τις 18.15 δεν γνώριζε κανείς τα στοιχεία της ταυτότητας του ατόμου που θα εμφανίζονταν. Η μη προσέλευση στην οικία οφείλεται προδήλως στο ότι ο Αποστολόπουλος δεν προσήλθε στη συνάντηση επειδή ουδέποτε είχε αληθή και σπουδαία πρόθεση εμφάνισης σε αυτή και προσφοράς του χρηματικού ποσού», συμπεραίνει ο κ Παναγιωτόπουλος.

Ο δράστης ενός σοβαρού κακουργήματος δεν μπορεί να προσλαμβάνει μάρτυρες που θα παρακολουθούσαν τα γεγονότα, να τους εγκαθιστά σε θέση που βλέπουν τα πάντα, να τοποθετεί συσκευή παρακολούθησης κάτω από το τραπέζι και να εγκαθιστά κάμερα για να καταγράφει το έγκλημα.

Μάλιστα ο εισαγγελέας διερωτάται για ποιο λόγο ανησυχούσε ο Χαϊκάλης όταν ήρθε στην εισαγγελία και καταλήγει στο ενδεχόμενο να φοβόταν ότι γνώριζε πως ο συνομιλητής του τον καταγράφει και μπορεί να βγει υλικό σε βάρος του.

Σχετικά με την αίτηση για άρση τηλεφωνικού απορρήτου και απομαγνητοφώνηση υλικού ο εισαγγελέας τονίζει ότι δεν υφίσταται αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου σε αυτή τη φάση.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να απορριφθεί και ως ουσιαστικά αβάσιμη καθώς το υλικό λήφθηκε παράνομα. Για τηλεφωνικό απόρρητο δεν συντρέχει λόγος αφού δεν υπάρχει θέμα διαρροής μυστικού. Τέλος δε διευκρινίζεται στην αίτηση για ποιο λόγο ζητείται να αρθεί το απόρρητο.