Πλησιάζει η ημέρα της τρίτης ψηφοφορίας για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας στις 29 Δεκεμβρίου, κατά την οποία θα κριθεί τελεσίδικα το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Στο πρόσωπο του Σταύρου Δήμα συναντάμε μια σοβαρή υποψηφιότητα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς. Στο βιογραφικό του αντανακλώνται η εμπειρία με θετικό πρόσημο και η πολιτική μετριοπάθεια.

Κατά την εκκίνηση της κρίσης, πολλοί τόνισαν πως πρέπει να αντιληφθούμε την κρίση σαν ευκαιρία. Η ρητορική αυτή δεν παραγνωρίζει ότι η χώρα γονάτισε, ότι πολλές οικογένειες οδηγήθηκαν σε υπαρξιακά αδιέξοδα. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει καταρχήν να διαγνώσεις καλά τα προβλήματα της χώρας. Σε αυτή τη βάση, η ουσιαστική συζήτηση που θα έπρεπε να είχε ανοίξει θα ήταν για τα πραγματικά προβλήματα: τους θεσμούς, το παραγωγικό μοντέλο, την κοινωνική συνοχή. Η συζήτηση αυτή άνοιξε μόνο ελλιπώς και σίγουρα αποσπασματικά. Και το παράθυρο της συνταγματικής αναθεώρησης –που είναι εθνικά αναγκαία –θα χαθεί για το άμεσο μέλλον σε περίπτωση πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.

Οι θεσμοί πάσχουν. Το είδαμε, π.χ., στην υπόθεση Ρωμανού, οπότε ανακαλύφθηκε το νομικό κενό της έλλειψης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για κρατουμένους. Αλλά πάσχουν και οι νοοτροπίες. Οι πτέρυγες του ελληνικού Κοινοβουλίου συναινούν στο βραχιολάκι του κ. Ρωμανού αλλά όχι σε κοινή αντιμετώπιση του κυρίαρχου εθνικού θέματος. Στο επίπεδο της εθνικής συνεννόησης, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος τα κατάφεραν. Σε εμάς επικρατεί ακόμα ένας δημόσιος διάλογος όπου υποψήφιος πρωθυπουργός αναπαράγει θεσμικά σκοτεινές σελίδες της μεταπολίτευσης, αξιοποιώντας μια διαδικασία που θεωρητικά οφείλει να οδηγεί στη συναίνεση με μια ακριβώς αντίθετη λογική, δηλαδή για να αντλήσει εκβιαστικά κομματικά και πολιτικά πλεονεκτήματα, μέσα από μια παραταξιακή αξιολόγηση. Φυσικά, η εθνική αξιολόγηση βρίσκεται εκτός τραπεζιού με δηλώσεις για νταούλια, με τις οποίες νοητά μιμείται, όπως σημείωσε αρθρογράφος, τον βασιλιά Ξέρξη, όταν επέλεξε να μαστιγώσει τον Ελλήσποντο επειδή εκεί καταστράφηκε ο περσικός στόλος όταν ξέσπασε καταιγίδα.

Λένε ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Δυστυχώς, υπάρχουν στην οικονομία. Ναι μεν η χώρα γονάτισε, αλλά δεν καταστράφηκε. Και όταν η ΝΔ απομακρύνθηκε από τη ρητορική του αντιμνημονίου προσχωρώντας στη μόνη διαθέσιμη εθνική στρατηγική, επικράτησε μια μίνιμουμ σταθερότητα. Προβλήματα και λάθη υπήρξαν, με πρώτη τη μεταρρυθμιστική αμφιθυμία, ιδιαίτερα στη φάση που η χώρα έχει ανάγκη τη μετάβασή της σε ένα νέο μοντέλο. Ωστόσο η κυβερνητική σταθερότητα κατοχυρώθηκε, με μεγάλο κόστος ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, που από το 2010 σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της κρίσης.

Ωστόσο, κυβερνητική σταθερότητα δεν σημαίνει και πολιτική σταθερότητα, η οποία είναι μια εθνική συνθήκη και αφορά και την αξιωματική αντιπολίτευση, ιδιαίτερα όταν αυτή φλερτάρει με την εξουσία. Είδαμε πως οι αυξήσεις στον χρηματιστηριακό δείκτη που σταθερά πραγματοποιήθηκαν από τα μέσα του 2012, εξαλείφθηκαν κατά το ήμισυ σε λίγες μόλις ημέρες. Η πολιτική σταθερότητα είναι αναγκαία για την ανασυγκρότηση της πατρίδας. Σε πρώτη φάση, ας την κατοχυρώσουμε, εκλέγοντας νέο πρόεδρο. Και έπειτα ας βρούμε το σθένος να μην ερμηνεύσουμε τη σταθερότητα ως στασιμότητα, ας προβούμε στο σύνολο των εθνικών μεταρρυθμίσεων που επιτέλους πρέπει να προωθήσουμε στον τόπο.

Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι ερευνητής πολιτικής οικονομίας, μέλος του ΠΣ του ΠΑΣΟΚ.