«Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια, / κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά / δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια / και έγιν’ η ζωή τόσο βαριά. / Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια, / μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια…» έγραφε το 1971 ο αξέχαστος λαϊκός βάρδος Ακης Πάνου, προκαλώντας ανατριχίλα και αναταραχή στη λογοκρισία της χούντας. Τόση που τον ανάγκασε να αλλάξει τον στίχο και να αφαιρέσει κάθε κοινωνική αιχμή, μετατρέποντάς το σε μια ερωτική αποστροφή: «Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ / με πότισες τον πιο γλυκό καημό / σε άγγιξα στου ονείρου μου την άκρη / και στράγγιξα τον πρώτο στεναγμό. / Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσεις τα χέρια / να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια…».

Κάποιοι τολμηροί κράτησαν στα χείλη τους την πρώτη εκδοχή και την σιγοτραγουδούσαν σαν εμβατήριο διαμαρτυρίας στην ανέχεια που και στα «χρυσά» –όπως κάποιοι ασθενείς τη μνήμη θέλουν να επιμένουν και να φαντασιώνονται –χρόνια της χούντας υπήρχε και κυριαρχούσε. Αλλοι κράτησαν στα χείλη και στην καρδιά τη δεύτερη, ερωτική, εκδοχή του «Θα κλείσω τα μάτια» (που σε όλες τις εκδοχές παρέμειναν… ερμητικά κλειστά). Πάντως το τραγούδι ταξίδεψε και σε χείλη και σε καρδιές και σε σφιγμένες γροθιές. Και διατηρήθηκε με τα χρόνια όχι μόνο σε καρδιές αλλά και σε ναούς της μουσικής ή της νυχτερινής διασκέδασης στα μικρόφωνα τραγουδιστών (επίμονα τραγουδούσε την πρώτη εκδοχή σε συναυλίες του ο αγαπημένος Δημήτρης Μητροπάνος), αναπαραγόμενο ακόμη και σήμερα σαν μυριόστομο σύνθημα ζωής ή, ακόμη καλύτερα, στάσης ζωής. Είτε επρόκειτο για παράπονο – διαμαρτυρία απέναντι στην πενιχρή καθημερινότητα είτε για ερωτική εξομολόγηση.

Η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση (με τη Χαρούλα Λαμπράκη σεκόντο στο συγκεκριμένο τραγούδι) δεν έσβησε περνώντας από πικάπ και ραδιόφωνα σε CD player και mp3. Δεν ήταν εκείνη μόνο που ταξίδεψε και θα ταξιδεύει τον στίχο –κυρίως –του «Θα κλείσω τα μάτια», ένα παράδειγμα για εκατοντάδες αντίστοιχα, συντηρημένα (είναι σχεδόν θαύμα) στη συλλογική μνήμη.

Δεν είναι από νοσταλγία τούτη η επιστροφή σε αυτά τα τραγούδια. Είναι από… αντίστιξη. Προς τα νεότερα τραγούδια που μας περιβάλλουν και μας αγγίζουν το πολύ πάνω σε ένα νάιλον ντέρτι, της στιγμής –άντε και της μιας σεζόν. Στίχοι μπορεί να γράφονται και κάποιοι καλοί ή και πολύ καλοί. Κάποιοι αφαιρετικοί και κάποιοι σύνθετοι. Oμως πόσους από αυτούς παίρνουμε στις αποσκευές μας για τη ζωή; Πόσοι έχουν την αγωγή και το ατού εκείνων των στίχων; Με πόσους στίχους για νάιλον καημούς ταυτιζόμαστε, άραγε, κι εμείς και η ζωή μας;

Είναι ιδέα μου ή έχουμε πλημμυρίσει από στιχάκια για μελίρρυτους έρωτες, για σπαραξικάρδιους χωρισμούς, για ερωτικά υπονοούμενα με τα οποία δεν ταυτιζόμαστε ούτε για ένα γερό κλάμα αποχωρισμού ούτε για ένα παράπονο στην ανέχεια;

Ελαφράδα; Επιδερμικότητα; Iσως. Oμως οι καλλιτέχνες του τραγουδιστικού λόγου δεν κάνουν τον κόπο να ταυτισθούν με το συναίσθημα της εποχής και των ανθρώπων της και να μας ταυτίσουν με τους στίχους τους. Διότι κάποτε ακόμη και τα πιο «ελαφρά», ας τα πούμε ερωτικά (π.χ. το «Για χατίρι σου ξημερώνει, βγαίνει η Πούλια, βγαίνει ο Αυγερινός» των Σταύρου Ξαρχάκου – Βαγγέλη Γκούφα), έφθαναν –και φθάνουν ακόμη –στις καρδιές και στα στόματα πολλών, που τα εξέφεραν σαν να τα εννοούσαν οι ίδιοι, αποστηθίζοντάς τα σχεδόν αυτόματα.

Φτώχεια και στα στιχάκια; Ισως. Και γι’ αυτό, λοιπόν, είχε μιλήσει στο δεύτερο κουπλέ ο Ακης Πάνου: «Τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει, / τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή».