Το ανέφικτο, το μαξιμαλιστικό, το ουτοπικό μάς ελκύει. Καλλιεργούμε μύθους, πλάθουμε αυταπάτες, ξεκινάμε εκστρατείες συνήθως καταδικασμένες στην ήττα. Οι στόχοι που θέτουμε μπορεί να είναι θεμιτοί, αλλά η επίτευξή τους αν το δει κανείς λογικά είναι απλώς ευσεβείς πόθοι, στη σφαίρα του ανεκπλήρωτου, του ουτοπικού. Αλλά αυτό δεν μας σταματά. Επιδιώκουμε το ανέφικτο ακόμη και αν είναι βέβαιο ότι «θα φάμε τα μούτρα μας». Επενδύουμε πολύτιμους πόρους, προσπάθειες, ενέργειες, σπαταλάμε ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο όταν η στοιχειώδης λογική μας λέει ότι, ουσιαστικά, κυνηγάμε «ένα πουκάμισο αδειανό». Στην επιδίωξη του μαξιμαλιστικού και ουτοπικού θυσιάζουμε το ρεαλιστικό και εφικτό. Οδηγούμεθα στην ήττα, χορεύουμε τον χορό του Ζαλόγγου και στη συνέχεια αρχίζουμε τις θρηνωδίες για τις υποτιθέμενες ευθύνες άλλων για πράξεις, υπερβολές, αστάθμητες επιδιώξεις και τελικά ήττες δικές μας. Θρηνούμε για την «ευγενή μας τύφλωση». Δεν διδασκόμαστε, γι’ αυτό επαναλαμβάνουμε τα λάθη –αν και για ορισμένους της ηρωικής παράδοσης η ήττα είναι προτιμότερη από μια ρεαλιστική προσέγγιση και ορθολογική αντιμετώπιση οποιασδήποτε κατάφασης, πρόκλησης ή επιδίωξης.

Η ελληνική ιστορία είναι, κατά βάση, η σύγκρουση ανάμεσα στο ορθολογικά πραγματοποιήσιμο και στην ουτοπική επιδίωξη που καταλήγει σε ήττες. Μικρασιατική Καταστροφή και Κυπριακό έχουν την αφετηρία τους σε αυτήν τη στρατηγική (ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε εξωτερικές ευθύνες). Πόσα μας δίδαξαν; Οχι πολλά. Οπωσδήποτε, δεν οδήγησαν στη στάθμιση των πραγματικών δεδομένων, στην επιδίωξη του επιτεύξιμου έναντι του απραγματοποίητου.

Παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε, έστω και αν είμαστε μόνοι χωρίς υποστηρικτές και συμμάχους, ξεχνώντας τη σοφή διαπίστωση του αείμνηστου Βύρωνα Θεοδωρόπουλου («δόγμα Θεοδωρόπουλου»), σύμφωνα με την οποία «κάθε φορά που η Ελλάδα έδωσε μια διπλωματική ή οποιαδήποτε άλλη μάχη χωρίς συμμάχους ηττήθηκε». Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα, η ονομασία της γειτονικής μας χώρας –της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Ξεκινήσαμε τη μάχη για την ονομασία της χώρας αυτής μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με την πλέον μαξιμαλιστική θέση. Δεν θέλαμε να ονομάζεται ούτε Μακεδονία αλλά ούτε με επιθετικό προσδιορισμό ή παράγωγο της λέξης. Στην προσπάθεια αυτή (που την υποστηρίζαμε με αρχαιολογικού τύπου επιχειρήματα περί Μεγάλου Αλεξάνδρου κ.λπ.) δεν είχαμε απολύτως κανέναν σύμμαχο. Οι πάντες μάς έλεγαν ότι θα χάναμε τη μάχη. Και τη χάσαμε. Οταν υιοθετήσαμε μια πιο ορθολογική προσέγγιση (σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις), η άλλη πλευρά υιοθέτησε την πλέον ανελαστική, πρωτόγονη, τοξική εθνικιστική προσέγγιση, με αποτέλεσμα το αδιέξοδο και τη διαιώνιση του προβλήματος προς ζημία της ευρύτερης περιοχής.

Ούτε η θλιβερή αυτή εμπειρία μάς δίδαξε πολλά. Συνεχίζουμε. Πάρτε τις γερμανικές αποζημιώσεις. Κάθε Ελληνας θα ήθελε η Γερμανία να καταβάλει τις υψηλότερες αποζημιώσεις. Αλλά κάθε ορθολογικά σκεπτόμενος Ελληνας που παρακολουθεί λίγο τα τεκταινόμενα κατανοεί, επίσης, ότι η Γερμανία ουδέποτε θα καταβάλει αποζημιώσεις για πολλούς λόγους. Συντηρούμε όμως ένα ανέφικτο αίτημα αντί να επικεντρώσουμε την προσπάθειά μας σε έναν στόχο που φαίνεται ρεαλιστικός, τον οποίο δύσκολα μπορεί να αρνηθεί η Γερμανία: στην εξόφληση του κατοχικού δανείου.

Στην ίδια λογική υπακούει και το άλλο ελληνικό αίτημα: την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, μια υπόθεση τριάντα χρόνων. Κι εγώ θα ήθελα «να επιστρέψουν τα Γλυπτά», όχι με το επιχείρημα ότι είναι ελληνικά (είναι οικουμενικά) αλλά για την αισθητική ενότητα του μνημείου ως έργου τέχνης. Αλλά φοβάμαι ότι ουδέποτε το Βρετανικό Μουσείο και η βρετανική κυβέρνηση θα συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο, για πολλούς λόγους. Ενώ υπάρχουν άλλες, ενδιάμεσες επωφελείς λύσεις που αποφεύγουμε –κι εμείς αρνούμαστε και να τις σκεφθούμε.

Ο ελληνικός μαξιμαλισμός (ως πτυχή του ελληνικού εξαιρετισμού) συνεχίζεται, καλύπτοντας ασφαλώς και τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης.

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών