Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα εφαρμοστεί οπωσδήποτε ο νόμος για τη διαδικασία αξιολόγησης των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και τον έλεγχο για παράνομες μετατροπές συμβάσεων στους ΟΤΑ.

Οτι ένας υπουργός αναγκάζεται να υπενθυμίσει ότι οι νόμοι ψηφίζονται για να εφαρμόζονται αποκαλύπτει τον βαθμό υστέρησης της χώρας. Υποδηλώνει ότι πολλοί θεωρούν πως όσα εγκρίνει η Βουλή δεν είναι υποχρεωτικά για όλους και τα εκλαμβάνουν περίπου ως ψηφίσματα προαιρετικής αποδοχής. Εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή τους εξαρτάται από τις διαθέσεις δημάρχων, συνδικαλιστών, περιφερειαρχών και κομμάτων.

Εν προκειμένω, κάποιοι δήμαρχοι και μια περιφερειάρχης δεν βρίσκουν καθόλου ικανοποιητικό τον συγκεκριμένο νόμο. Δικαίωμά τους. Μπορούν να οργανώσουν μια διαδήλωση, να τον καταγγείλουν, να τον χλευάσουν, να τον καταραστούν, να προσφύγουν στα διεθνή δικαστήρια. Αλλά δεν μπορούν να μην τον εφαρμόσουν. Ή μάλλον, αν δεν τον εφαρμόσουν, δεν μπορούν να μην έχουν συνέπειες. Από τους λίγους στην κυβέρνηση με αυθεντική εκσυγχρονιστική κουλτούρα, ο Μητσοτάκης, το υπενθυμίζει –αν και δεν χρειάζεται.

Ενδεχομένως οι εν λόγω δήμαρχοι αισθάνονται «καλυμμένοι» από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Το συγκεκριμένο κόμμα έχει κάθε δικαίωμα να αμφισβητεί τον νόμο –δεν τον ψήφισε άλλωστε –και να υπόσχεται ότι θα τον αλλάξει. Η πρόθεση είναι καλοδεχούμενη, εφόσον αποκτήσει τις προϋποθέσεις να αλλάζει νόμους. Και προφανώς θα έχει την αξίωση να εφαρμόζουν όλοι τους νόμους που θα αλλάξει.

Αλλά, προς το παρόν, ισχύει ο νόμος που ψήφισε αυτή η Βουλή. Είναι καθ’ όλα έγκυρος, παρότι δεν τον ψήφισε και η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία καλώς συνεχίζει να τον επικρίνει, αν έτσι νομίζει ότι πρέπει να κάνει. Αλλά άλλο πολιτική και άλλο νομική υποχρέωση. Δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που υποχρεούται να τον εφαρμόσει τον νόμο. Είναι συγκεκριμένοι δήμαρχοι –δηλαδή φυσικά πρόσωπα με ανελεήμονες υποχρεώσεις έναντι της νομιμότητας.

Η παραβίαση αυτής της νομιμότητας δεν συνιστά πράξη αντίστασης στο όνομα μιας κακώς νοούμενης «αριστερής» συμπεριφοράς. Η σύγχρονη Αριστερά είναι σύγχρονη μόνο όταν προσπαθεί να αλλάξει τους νόμους με τον τρόπο που προβλέπεται –όχι υποστηρίζοντας αναχρονισμούς και τσαμπουκάδες. Συνεπώς οφείλει να ακολουθεί αυτό που έλεγε πριν από περίπου έναν αιώνα η –πολύ σύγχρονη στον καιρό της –βρετανίδα σουφραζέτα Εμελιν Πάνκχαρστ: «Δεν είμαστε εδώ για να παραβιάσουμε νόμους, αλλά για να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε καινούργιους».