Η διανοητική πορεία προς την αναγκαία αλλαγή παραδείγματος συνεχίζεται. Μετά τις ευρωεκλογές και τη συνειδητοποίηση ότι η Ευρώπη αν δεν αλλάξει θα μαραζώσει, μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του νέου προέδρου της Επιτροπής Γιούνκερ με τις οποίες σφραγίστηκε η στροφή προς κεϊνσιανού τύπου πολιτικά μέτρα, μετά το τρίτο «πακέτο Ντράγκι» με το οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέρασε για τα καλά, έστω και έμμεσα, στο τύπωμα χρήματος, η πολύφερνη νύφη που καλείται «ανάπτυξη» έχει αφήσει πίσω της τις υποσχέσεις ενός μακρόσυρτου αρραβώνα και βαδίζει προς τον γάμο με την πραγματικότητα. Θα είναι, αναγκαστικά, ένας γάμος συμφέροντος και όχι αγάπης και θα κριθεί από το αποτέλεσμα, το οποίο ακόμα δεν είναι προβλέψιμο. Αλλά αυτή είναι η μόνη δυνατή ανάπτυξη –ευρωπαϊκή, βάσει σχεδίου, χωρίς επιστροφή στο κακό παρελθόν –και όχι οι τζάμπα εθνικές υποσχέσεις ενός παραδείσου που έχει αποδειχθεί κόλαση.

Τρεις είναι, κατά τη γνώμη μου, οι πολιτικές βάσεις της ένωσης για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη. Πρώτον, η ομοθυμία για μια νέα ισορροπία μεταξύ των συστατικών της σημερινής πολιτικής. Για προφανείς λόγους σεβασμού τής ώς τώρα προσπάθειας και μη τρώσης του κύρους της χώρας που έχει, εκούσα άκουσα, πρωταγωνιστήσει σε αυτή, δεν γίνεται λόγος για κατάργηση του βασικού διδύμου «σταθεροποίηση» – «ανάπτυξη», αλλά για αλλαγή στη σχέση, την αναλογία και την ποιότητα των χαρακτηριστικών. Η ανάπτυξη θα πρέπει να πάρει ουσιαστικά το πάνω χέρι κι επειδή «ανάπτυξη» σημαίνει «χρηματοδότηση έργων» όλη η πολιτική συζήτηση στρέφεται στον τρόπο, το είδος και την κατεύθυνση της χρηματοδότησης.

Στο σημείο αυτό εμφανίζεται η δεύτερη συμφωνία επί της αρχής, που αφορά μια άλλη ισορροπία: εκείνη μεταξύ της τραπεζικής και της μη τραπεζικής χρηματοδότησης. Ο πρόεδρος Γιούνκερ έδειξε τον δρόμο με την αναγγελία μιας «Ενωσης των Αγορών Κεφαλαίου», που σημαίνει δημιουργία κοινών προϋποθέσεων –θεσμικών και τεχνικών –για ευχερέστερη πρόσβαση σε μη τραπεζικό δανεισμό των επιχειρήσεων, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που απασχολούν οκτώ στους δέκα εργαζομένους στην Ευρώπη. Ο άλλος πρόεδρος και βασικός μοχλός όλων των εξελίξεων, ο Ντράγκι, είναι ο πρώτος που ετοιμάζεται να υλοποιήσει αυτή την ιδέα, μέσω ενός ευρύτατου προγράμματος «τιτλοποίησης», που συνίσταται στην ενθάρρυνση για τη δημιουργία από τράπεζες και άλλους θεσμικούς φορείς «πακέτων εγγυημένων τίτλων» (asset-backed securities), την αγορά τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη διοχέτευση υπό μορφή δανείων στις επιχειρήσεις. Γι’ αυτόν τον σκοπό προϋπολογίστηκαν ήδη 600 δισεκατομμύρια ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στα οποία πρέπει να προστεθούν τα 500 δισεκατομμύρια που αναγγέλθηκαν από τον Γιούνκερ για «έργα ανάπτυξης» από τον προϋπολογισμό της Ενωσης.

Ομως, ακόμα κι έτσι, η Ευρώπη θα δυσκολευτεί να ξεκολλήσει χωρίς μια θεμελιώδη αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας. Εδώ συναντούμε την τρίτη υπόρρητη συμφωνία, που δεν είμαι σίγουρος αν δεν είναι ακόμα διαφωνία: η εκκίνηση της αναπτυξιακής προσπάθειας δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται αντιληπτή, από τα όργανα της Ενωσης και ιδίως από την ηγεσία της Γερμανίας, ως υποκείμενη σε «πολιτικούς όρους προσαρμογής». Το Σύμφωνο Σταθερότητας ισχύει αλλά δεν μπορεί να θεωρείται ευαγγέλιο και να εμποδίζει, πρώτα απ’ όλα, φορολογικά μέτρα που θα διευκολύνουν την επίτευξη των στόχων. Η δημοσιονομική σταθεροποίηση δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, πόσω μάλλον υπό αναίρεση, έχει όμως για όλες τις χώρες της ευρωζώνης δρομολογηθεί και για ορισμένες, στην πρώτη γραμμή των οποίων οι χώρες υπό Μνημόνιο, σχεδόν ολοκληρωθεί. Οι δε περίφημες μεταρρυθμίσεις είναι μεν χρήσιμες, για κάποιες μάλιστα χώρες, στις οποίες ανήκει και η δική μας, απαραίτητες σε κάποιους τομείς, δεν συμβάλλουν όμως σημαντικά και άμεσα στην ανάπτυξη, όπως δείχνει το παράδειγμα χωρών σαν τη Φινλανδία και την Ολλανδία, όπου οι βαθιές και συνεχείς μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην αγορά εργασίας, δεν απέτρεψαν την ύφεση.

Στο νέο λοιπόν μείγμα η ορθή σειρά των προτεραιοτήτων είναι: χρηματοδότηση της αγοράς –εστίαση στις παραγωγικές μεταρρυθμίσεις -, έλλογη επιτήρηση της σταθεροποίησης. Από τα πραγματικά μέτρα που θα ληφθούν για να επικρατήσει αυτή η λογική, από την ταχύτητα υλοποίησής τους και από την κοινότητα της προσπάθειας μεταξύ όλων των κρατών-μελών και των κοινοτικών οργάνων θα κριθεί όχι μόνο η Επιτροπή Γιούνκερ αλλά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς