Κάθε τόσο χάνω ένα σωρό πράγματα. Τα πιο πολλά τα βρίσκω στη βιβλιοθήκη της αδελφής μου. Βιβλία χωρίς ράχες, με τσακισμένες σελίδες και ακατάληπτες σημειώσεις στα περιθώρια από την εποχή της φοιτητικής κοινοκτημοσύνης. Τα φυλλομετράω και τα αφήνω στη θέση τους γιατί δεν θέλω να βάλω σε κίνδυνο την ισορροπία του οίκου της, τραβώντας του τον ακρογωνιαίο λίθο. Εσείς, όμως, τι στο καλό ψάχνετε και από προχθές μας σπάσατε τη μύτη με τις φανουρόπιτες; Συνταγές να δουν τα μάτια σου και η ευωδία να βγαίνει απ’ όλους τους φούρνους. Τους κεντροαριστερούς, τους ριζοσπαστικούς, τους φιλελεύθερους, τους αγνωστικιστές και τους χιπστερικούς ακόμα. Ολη η πόλη σαν τα Μεγάλα Παναθήναια. Οι Αρχαίοι τα έλεγαν και Εκατομβαιώνα ή Πυανεψιώνα, θα αρκεστώ στη δεύτερη ονομασία. Γιατί πρέπει να είσαι μεγάλο ψώνιο για να χωθείς στη φουφού μ’ αυτήν τη ζέστη. Αν νομίζεις ότι με τέτοιες μπαγαποντιές θα «ρίξεις» τον Αγιο, σε γελάσανε. Ενας λόγος παραπάνω που δεν φιλοτιμήθηκες να ονομάσεις το παιδάκι σου Φανούρη ή Φανουρία αλλά Εκτορα, Εκάτη, Ελπήνορα και άλλες δασυνόμενες λέξεις από έψιλον.

(Να εδώ, ξύνω τα καμένα μ’ ένα μαχαιράκι, τα τρώω και δίνω το ταψί στην Ιερά Σύνοδο να με χορέψει, έτσι όπως ξέρει αυτή. Με τις ευλογίες της αλλά και με τις «βελτιώσεις» της στο Αντιρατσιστικό. Ευχαριστώ πολύ, θα το φάω.)