Θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς σήμερα κάποιον που να μην εκφράζει δυσφορία και απογοήτευση για τις περιβόητες ολυμπιακές εγκαταστάσεις του 2004. Εξαιρώ φυσικά το ΟΑΚΑ, επειδή συνδέθηκε περισσότερο με το ποδοσφαιρικό φαντασιακό και μία σειρά από άλλες δραστηριότητες του θεάματος. Εξάλλου, η κατασκευή του προηγήθηκε περίπου μια εικοσαετία πριν ο Σαντιάγο Καλατράβα προσθέσει το μνημειακό οστεοπαθητικό στέγαστρο με τις αψίδες και τα πετάσματα.

Οι μελαγχολικές και άγριες εικόνες της εγκατάλειψης χαρακτηρίζουν σήμερα τους υπόλοιπους ολυμπιακούς χώρους. Αυτή άλλωστε είναι μια γενικευμένη εικόνα της σύγχρονης Αθήνας της κρίσης, με την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε την αναμέτρηση. Ηδη από τη δεκαετία του 1980, ο συγγραφέας Τζέιμς Μπάλαρντ υποστήριξε ότι τα ερειπωμένα κτίρια, οι βρώμικοι αυτοκινητόδρομοι, όλες οι παταγώδεις αποτυχίες του αστικού σχεδιασμού και τα εγκαταλειμμένα σπαράγματα των μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων και των ξενοδοχείων είναι πιο κοντά σε αυτό που πρόκειται να συναντήσουμε στο μέλλον. Στους νεωτερικούς αυτούς χώρους το καινούργιο παρουσιάζεται υπό μορφή ερειπίου, αναδεικνύοντας την εγκατάλειψη σε κατ’ εξοχήν αλληγορία της σύγχρονης μετα-βιομηχανικής πόλης. Φανταστείτε τη σημασία που αποκτά αυτό σε μια πόλη όπως η Αθήνα, που οικοδομήθηκε εξ αρχής πάνω σε αρχαία θραύσματα.

«ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ». Εντούτοις, μια πρώτη επισήμανση που μπορεί να κάνει κανείς είναι ότι στην περίπτωση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, η εγκατάλειψη ενεργοποιεί ένα είδος «ανταπόδοσης»: Θέλω να πω ότι τα ολυμπιακά έργα οικοδομήθηκαν ως επί το πλείστον σε περιοχές που ήταν ήδη εγκαταλειμμένες, τείνοντας, κατά έναν περίεργο τρόπο, στην εγκατάλειψη που προϋπήρχε. Λες και επρόκειτο, πράγματι, για κάτι παροδικό, προορισμένο να παρέλθει.

Oι γιγάντιοι αυτοί υπερχώροι του πλήθους σχεδιάστηκαν εξαρχής αποσυνδεμένοι από το περιβάλλον τους, όπως οι καθεδρικοί ναοί στην έρημο. Γι’ αυτό εύκολα θέτει κανείς το ερώτημα: Οσες από αυτές τις εγκαταστάσεις προορίζονταν για μη δημοφιλή αθλήματα με επισφαλή λειτουργική συνέχεια, δεν θα μπορούσαν να είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε, αν δεν ήταν δυνατό να επαναχρησιμοποιηθούν, τουλάχιστον να αποσυναρμολογηθούν διακριτικά;

ΗΓΕΜΟΝΙΑ. Τι χαρακτηρίζει, λοιπόν, τα κτίρια των ολυμπιακών εγκαταστάσεων; Μια ισχυρή, ή έστω ελάσσων, αρχιτεκτονική; Ασφαλώς όχι. Περισσότερο τα χαρακτηρίζει μια επιδεικτική κατασκευαστική ηγεμονία επί του αττικού τοπίου και των φυσικών πόρων και μια πλήρης άγνοια της μακροπρόθεσμης στρατηγικής και της περιβαλλοντικής ευθύνης. Από όλη αυτή την περίοδο δεν έμεινε ούτε ένα σημαντικό αρχιτεκτόνημα. Κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Εμεινε μόνο η επιθετική και αγοραία κουλτούρα των «τεχνικών έργων» με τις γνωστές παθογένειες. Και αυτό δεν νομίζω να ήταν στις προθέσεις του Γιώργου Κανδύλη και του Τάκη Φαγκούλη, όταν το 1996 συνέτασσαν τον φάκελο της ολυμπιακής υποψηφιότητας.

Το επόμενο βήμα ενός τέτοιου συλλογισμού είναι αναπόφευκτο. Μπορεί να υπάρξει άλλο είδος αξιοποίησης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων έξω από τις μεγάλες διοργανώσεις και τα «μεγάλα συμβάντα» (events), όπως τα αποκαλούμε πλέον, τα οποία αναπαράγουν στο διηνεκές το μοντέλο των Μεγάλων Διεθνών Εκθέσεων του 19ου αιώνα;

Παρατηρώντας τις λιγοστές μέχρι σήμερα αξιοποιήσεις των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, διαπιστώνουμε ότι εντάσσονται στο δημοφιλές τετράπτυχο των μεταμοντέρνου χώρου: Αναψυχή-Κατανάλωση-Τουρισμός-Ελεύθερος Χρόνος: Το Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης (IBC) στο Μαρούσι λειτουργεί ήδη ως Εμπορικό Κέντρο, η άγνωστη σε πολλούς Αρένα Αντιπτέρισης (Badminton) στο Γουδί μετασκευάστηκε σε «πολιτιστικό κέντρο» που φιλοξενεί μεγάλης κλίμακας θεάματα σε κλειστό χώρο. Και η επικείμενη αξιοποίηση του Ελληνικού κινείται στον ίδιο άξονα της αναψυχής και του τουρισμού, με τα σχετικά παράγωγα και τα παρεπόμενά τους.

ΠΑΡΑΔΟΞΟ. Μοιάζει λοιπόν παράδοξο το γεγονός ότι στα ερείπια της κρίσης αναδύεται ξανά το φάντασμα της πόλης των καταναλωτικών συμπεριφορών και της αέναης αναψυχής, η οποία απορροφά τις δύο υπόλοιπες λειτουργίες της «μοντέρνας πολεοδομίας», όπως τουλάχιστον τις όρισε η Χάρτα των Αθηνών (1943): την κατοικία και την εργασία. Ωστόσο, αν θέλαμε να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε ότι η κατανάλωση και η αναψυχή γίνονται πλέον η νέα μορφή εργασίας.

Μια τέτοια επιλογή είναι, άραγε, καρπός στρατηγικού και συγκροτημένου σχεδιασμού για το μέλλον της πόλης, ή αποτέλεσμα μιας στερεότυπης προσκόλλησης σε παρωχημένα μοντέλα περιβαλλοντικής υποβάθμισης που αναστέλλουν τους πραγματικούς μετασχηματισμούς που χρειάζεται η Αθήνα, στο πλαίσιο του αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού των μεσογειακών μεγαλουπόλεων; Δεν θα μπορούσε να απαντήσει κανείς πιο ωμά από εκείνο που έγραφε κυριακάτικη εφημερίδα το καλοκαίρι του 2006: «Εφόσον ευοδωθούν τα σημερινά επιχειρηματικά σχέδια, σε δυο – τρία χρόνια από σήμερα οι κάτοικοι της Αθήνας δεν θα ξέρουν πού να πρωτοψυχαγωγηθούν και πού να πρωτοψωνίσουν».

Οσο εξωπραγματικό και αφελές είναι να αρνείται κανείς την αξιοποίηση των ολυμπιακών σπαραγμάτων και τις επενδύσεις που μπορούν να προσελκύσουν, άλλο τόσο λανθασμένο είναι να αντικαθίσταται η «αντι-πόλη» της εγκατάλειψης με τη μονολειτουργική «αντι-πόλη» της αναψυχής και του τουρισμού. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το είδος της αρχιτεκτονικής που προβάλλεται, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού, απέναντι στην οποία η επίσημη όσο και η νεότερη αρχιτεκτονική μας κουλτούρα τηρούν, για την ώρα, σιγήν ιχθύος. Ωστόσο, ένας τέτοιος «κίνδυνος διάλυσης των αστικών κοινωνιών», όπως τον αποκαλεί ο ιταλός πολεοδόμος Στέφανο Μποέρι, είναι ορατός σε συνθήκες τόσο μετα-ολυμπιακής εγκατάλειψης όσο και επίπλαστης ευφορίας, που αναπαράγει σε πιο ευτελή μορφή την αισθητική, την εικονογραφία, τους τρόπους ζωής και, εντέλει, τις προϋποθέσεις που οδήγησαν στην κρίση.

ΔΙΠΛΟ ΜΗΝΥΜΑ. Κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτή η «αντι-πόλη» της διασκέδασης μιμείται τη φυσική κατάτμηση των ολυμπιακών μεγαμηχανών, δηλαδή τον κατακερματισμό σε ομοιογενείς δραστηριότητες, τη διάρρηξη της αστικής συνέχειας και την υπεροχή του ανακατασκευασμένου εδάφους με κτίρια-υπεραντικείμενα απέναντι στη διαρκή ροϊκότητα του δρόμου. Μια τέτοια προοπτική μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με το διπλό μήνυμα που διαπερνά την ιστορία των πόλεων: η εγκατάλειψη όχι μόνο δεν απέχει πολύ, αλλά συχνά μοιάζει εξωτερικά με την οικοδόμηση. Μια τέτοια συνάντηση των αντιθέτων φανερώνει πολλά για την ίδια τη φύση των περιβαλλοντικών μετασχηματισμών στον καιρό μας.

Κάνοντας, ωστόσο, σήμερα ταμείο των ολυμπιακών έργων, θα ήταν παράλειψη να μην προσμετρήσουμε στα θετικά τους το hardware των ολυμπιακών υποδομών (μετρό, λεωφόροι, οδικοί άξονες, σήραγγες, ανισόπεδοι κόμβοι), το οποίο προκάλεσε εκτεταμένους μετασχηματισμούς και νέες δυναμικές στο software του Λεκανοπεδίου. Μία από σειρά περιφερειακές περιοχές άρχισαν να σηκώνουν μύτη, διεκδικώντας κεντρικότερο ρόλο. Αρκεί και μόνο η παράθεση μερικών ονομάτων για να το αντιληφθούμε: Γουδί, Φάληρο, Νίκαια, Αγιος Κοσμάς, Αιγάλεω, Ανω Λιόσια, Γαλάτσι. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, επανεκκίνηση από εκεί.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας