Μήπως ήρθε η ώρα, είκοσι χρόνια από τον θάνατό του και 89 από τη γέννησή του, να ακούσουμε όσα δεν ξέρουμε για τον συνθέτη που έντυσε πολλές νύχτες μας με νότες και συναίσθημα; Δύο συναυλίες στο Ηρώδειο, τον Σεπτέμβριο, ξεκινούν την εξερεύνηση και τη συστηματική παρουσίαση του άγνωστου εν πολλοίς και ανέκδοτου έργου του, που δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα συναυλιακά. Μαζί και άγνωστες, χαμένες ή ξεχασμένες σκέψεις του στο χαρτί

«Αδ ι α φ ο ρ ώ για τη δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

»Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.
»Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» –που λένε –κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
»Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα».
Αυτό είναι το «καταστάλαγμα του βίου» του, όπως το χαρακτήριζε ο Μάνος Χατζιδάκις σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενό του, που δημοσίευσε το 1980 στην ομογενειακή εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Μελβούρνης. Το αποκαλυπτικό κείμενο, που κάποτε γίνεται καταπέλτης για τη δημόσια ζωή και τις θέσεις του συνθέτη –ο οποίος αναφέρει ότι μέχρι τότε είχε στο ενεργητικό του 2.000 τραγούδια και, βεβαίως, το Οσκαρ Τραγουδιού για «Τα παιδιά του Πειραιά» στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν –βρέθηκε στα χαρτιά του, ύστερα από χρόνια, και θα ξαναδεί το φως στο πρόγραμμα δύο συναυλιών, στο Ηρώδειο, στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου.

Αφορμή, τα είκοσι χρόνια από τον θάνατό του. Στόχος, οι δύο αυτές συναυλίες υπό τον τίτλο «Τρόποι του Φεγγαριού» να αποτελέσουν την απαρχή στη συστηματική παρουσίαση του έργου του, των απάντων του, διανθισμένων και από πολλά ανέκδοτα μέχρι σήμερα έργα, με την επιμέλεια και την επίβλεψη του γιου του, Γιώργου Χατζιδάκι –διαχειριστή, προστάτη και κληρονόμου της μουσικής και των καταγεγραμμένων σκέψεών του.

Ανέκδοτα έργα, όπως η μουσική που έγραψε, με έμπνευση «τα σύμβολα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της πνευματικής ανάτασης, αλλά και της βίας της εξουσίας μέσα από μορφές της σύγχρονης ιστορίας που πέρασαν στον ύψιστο ποιητικό κόσμο» για την ταινία του Τζουζέπε Φεράρα «Faccia di Spia», του 1975, στα χρόνια που ο συνθέτης έζησε για λίγο στην Ιταλία και συναντήθηκε και συνεργάστηκε με καλλιτέχνες του ιταλικού νεορεαλισμού, που έφεραν και μια πιο αριστερή σκοπιά στη μεγάλη οθόνη.

Η ταινία εστιάζει στα παιχνίδια της αμερικανικής CIA, αλλά και άλλων μυστικών υπηρεσιών όπως η βρετανική ΜΙ6, σε χώρες που μάχονταν για την ελευθερία τους και το δικαίωμα να εκλέγουν δημοκρατικά τους ηγέτες τους, αλλά και στις «εξαφανίσεις» ή δολοφονίες ηγετών της αριστερής κυρίως όχθης που ταυτίστηκαν με τους αγώνες αυτούς.

Ετσι, στα πλάνα της παρελαύνουν προσωπικότητες όπως ο αρχηγός της αριστερής Εθνικής Ενωσης Λαϊκών Δυνάμεων (UNPF) του Μαρόκου Μεχντί Μπεν Μπαρά, ο οποίος «εξαφανίστηκε» –μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί κάτω από ποιες συνθήκες –στο Παρίσι το 1965, ύστερα από τη θαρραλέα στάση απέναντι στον πανίσχυρο αντίπαλό του Χασάν Β’. Στις τελευταίες σκηνές σκοτεινά όργανα του καθεστώτος, με μαύρα γυαλιά, εμφανίζονται να καρφώνουν το δεμένο ημίγυμνο κορμί του Μπεν Μπαρκά (τον ενσαρκώνει ο Φρανσίσκο Ραμπάλ) με σούβλα στο μέρος της καρδιάς, με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι να ενισχύει το δράμα.

Ομως στον ίδιο καμβά –με άξονα τις παρασκηνιακές κινήσεις της CIA -, ντυμένο και ενισχυμένο καταλυτικά από τη μουσική του Χατζιδάκι, κεντάει τη δική του ιστορία το δίδυμο Σαλβαντόρ Αλιέντε (με τη μορφή του ιταλού ηθοποιού Ούγκο Μπολόνια) και Αουγκούστο Πινοτσέτ στη Χιλή, ο δολοφονηθείς ηγέτης του Αγώνα για την Ανεξαρτησία του Κονγκό Πατρίς Λουμούμπα, πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας, η δράση του Τσε Γκεβάρα (τον υποδύεται ο Κλάουντιο Καμάσο) στη Βολιβία το 1967, η αμερικανική εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων της Κούβας το 1961 και η δολοφονία του Τζ. Φ. Κένεντι το 1963, οι ταραχές στη Γουατεμάλα το 1954, η δράση μεγάλων χρηματοπιστωτικών φορέων και η σύμπραξή τους με τις μυστικές υπηρεσίες… Στο στόρι παρεισφρέει και η γνωστή από τη θρυλική ταινία της Λίνα Βερτμίλερ «Ιστορία έρωτα και αναρχίας» (παρέα με τον Τζιανκάρλο Τζανίνι) Μαριάντζελα Μελάτο, στον ρόλο της αριστερής Τάνια.

Η ταινία ίσως έχει ξεχαστεί, όπως και η μουσική της που παρέμεινε ανέκδοτη και δεν είχε αποδοθεί μέχρι σήμερα συναυλιακά. Στις δύο βραδιές για τους «Τρόπους του Φεγγαριού», στο Ηρώδειο, η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΝΕΡΙΤ και το Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις, υπό τον Λουκά Καρυτινό, θα αναλάβουν την πρώτη παρουσίαση, μαζί με άλλες μουσικές και τραγούδια του συνθέτη για τον κινηματογράφο (στο δεύτερο μέρος οι Ελλη Πασπαλά και Vassilikos θα αποδώσουν τραγούδια που τον έκαναν γνωστό ανά την υφήλιο).

«Από τη σιωπή…»

Ο Μάνος Χατζιδάκις, όπως αποδεικνύεται και από ανέκδοτα γραπτά του, είχε ήδη κατασταλαγμένη άποψη για την κινηματογραφική μουσική και τη μαγεία της: «Σαν μίλησαν οι φιγούρες, σκοτώθηκε η σιωπή κι ο χώρος γέμισε αμηχανία και Μουσική. Ετσι γεννήθηκε η Μουσική του Κινηματογράφου. Από τη σιωπή», όπως έγραφε σε ανέκδοτο κείμενο –θα περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα των συναυλιών –που δημοσιεύουν «ΤΑ ΝΕΑ».

Η πρώτη συναυλιακή παρουσίαση της μουσικής για την πολιτική ταινία «Faccia di Spia» γίνεται αφορμή για να φωτιστεί και μια άγνωστη στο ευρύ κοινό περίοδος δημιουργίας και κατασταλαγμένων σκέψεων του Μάνου Χατζιδάκι.

Γυρίζουμε πίσω στο 1975, χρονιά κατά την οποία –όπως έγραφε ο συνθέτης στο χαμένο μέχρι σήμερα κείμενό του υπό τον τίτλο «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό», για την εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Μελβούρνης –«αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα τη λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, ή υπαλληλική, που με κατέστησε πάλι διάσημο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής.
»Μέσα σ’ αυτή, που λέτε, την περίοδο, προσπάθησα, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί, βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του Τρίτου Προγράμματος και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο».

Είναι η περίοδος που ο συνθέτης είναι αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1974-1977) και χρίζεται διευθυντής μουσικών προγραμμάτων και αργότερα διευθυντής του ανεξαρτητοποιημένου Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ (1975-1982).

Εχει ήδη γράψει, το 1974, τη μουσική για τη γαλλική τηλεταινία του Μαρσέλ Κραβέν «La voleuse de Londres» και το περίφημο «Sweet Movie» του Ντούσαν Μακαβέγιεφ. Ομως ποιος θυμάται ότι λίγο πριν από τη σύνθεση της μουσικής για το «Faccia di Spia» βρέθηκε στα ίδια πλατό με μεγάλα τότε ονόματα του ευρωπαϊκού σινεμά, όπως ο Κλάους Κίνσκι, η Μαρία Σελ και ο Κουρτ Γιούργκενς, χάρη στη μουσική που έγραψε για την πρώτη έγχρωμη ελληνική τηλεοπτική σειρά, σε παραγωγή Παύλου Πισσάνου, την «Κατοχή». Η σειρά, 21 επεισοδίων, έφερε τότε στη μικρή οθόνη (μέσω της ΥΕΝΕΔ) τους Γιώργο Φούντα, Ολγα Πολίτου, Δημήτρη Μπισλάνη, Δήμο Σταρένιο, Γιώργο Αρμαδώρο, μαζί με τους παραπάνω σταρ του κινηματογράφου, σε μια ιστορία σαμποτάζ κατά των Γερμανών στην Κρήτη.
Η σειρά πουλήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε γερμανικό ιδιωτικό κανάλι, όπου και προβλήθηκε (μάλιστα με ντουμπλαρισμένους στα ελληνικά, όπως ήταν και αρχικά, τον Κουρτ Γιούργκενς και τη Μαρία Σελ!). Πλέον, φέρονται να αγνοούνται τα ίχνη της δουλειάς, που «κρύβει» αυτή την άγνωστη και επίσης μουσικά ανέκδοτη πτυχή δημιουργίας του Μάνου Χατζιδάκι. Ο οποίος μετά το «Faccia di Spia», το 1976 πλέον, υπέγραψε άλλο ένα χαμένο συνθετικό του ντοκουμέντο: την ταινία μικρού μήκους του Αντώνη Λυμπέρη «Για μια δραχμή».

Η πρώτη φορά

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε δοκιμαστεί για πρώτη φορά στην κινηματογραφική μουσική τριάντα χρόνια πριν, το 1946, με τους «Αδούλωτους σκλάβους», με την 20χρονη τότε Ελλη Λαμπέτη, τον Ζώρα Τσάπελη και τον Γιώργο Ταλάνο. Βάζοντας νότες και μουσικές εικόνες στην ιστορία μιας παρέας νέων, που λίγο προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στην Αθήνα, ετοιμάζεται να ανεβάσει το «Ονειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ –σχέδιο που τους το ματαιώνει ο πόλεμος. Εκείνο το μουσικό πρωτόλειο του Χατζιδάκι έφερε την υπογραφή του Μάριου Πλωρίτη αρχικά, αλλά τελικά το σενάριο ολοκλήρωσε ο Βίων Παπαμιχάλης.

Οι «Αδούλωτοι σκλάβοι», εκτός από την πρωτιά Χατζιδάκι, σηματοδότησαν και την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Ελλης Λαμπέτη και εκείνη του Ζώρα Τσάπελη (στον ρόλο του σκηνοθέτη).

Εκτός από τις άγνωστες στο ευρύ κοινό μέχρι πρόσφατα μουσικές του –που, επιτέλους, δισκογραφήθηκαν –για το γουέστερν «Blue» με τον Τέρενς Σταμπ (τον θυμάστε στο «Θεώρημα» του Παζολίνι ή στην αυστραλιανή «Πρισίλα, βασίλισσα της ερήμου»;), φαίνεται ότι η συστηματική παρουσίαση των έργων του Χατζιδάκι, έναυσμα για την οποία αποτελούν οι δύο συναυλίες στο Ηρώδειο, υπάρχουν πολλές μουσικές για τον κινηματογράφο που έχουν μείνει μόνο στα σάουντρακ ταινιών που έχουν πλέον ξεχαστεί.

Οπως τραγούδια από το «Μεμέτ, αγάπη μου» («Μemed My Hawk», βρετανική παραγωγή του 1984 σε σκηνοθεσία Πίτερ Ουστίνοφ και σενάριο του Τούρκου Γιασάρ Κεμάλ, που θα ακουστεί στις συναυλίες), όπως και από το «Steps» (του Λίοναρντ Χίρσφιλντ από το 1966, σε σενάριο Βασίλη Βασιλικού, με την Ειρήνη Παπά και τον Τάκη Εμμανουήλ) και από το «The Martlet’s Tale» του Τζον Κρόουθερ (από το 1970, με την Κατίνα Παξινού).

Ομως μένει να εξερευνηθεί ένας κατάλογος με πάνω από 90 σάουντρακ που είχε υπογράψει από το 1946 με τους «Αδούλωτους σκλάβους» έως και το 1995 με την «Ελεύθερη κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου, σε σενάριο Βασίλη Αλεξάκη, με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Αλέκο Συσσοβίτη, που έκλεισε, ουσιαστικά μετά θάνατον, τον κύκλο των μουσικών για τον κινηματογράφο που έπλασε από τη… σιωπή, όπως έλεγε, ο Μάνος Χατζιδάκις.