Στα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου», που η Πατρίτσια Χάισμιθ έγραψε τη δεκαετία του ’60, ο νεαρός Αμερικανός Ράνταλ Κίνερ πέφτει πάνω σε μυστήριο τύπο που σέρνει έναν φαινομενικά μεθυσμένο κι αναίσθητο άνδρα στον διάδρομο αθηναϊκού ξενοδοχείου. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίζει να τον βοηθήσει.
Ο «μυστήριος» λέγεται Τσέστερ, έχει φύγει από τις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να φυλακιστεί για απάτες, και μέσα στον πανικό του έχει μόλις σκοτώσει έναν ιδιαίτερα περίεργο αστυνομικό επιθεωρητή. Ολα αυτά συμβαίνουν με φόντο την Ελλάδα των αρχών του ’60, ανάμεσα στο καφέ Μπραζίλιαν, τα ξενοδοχεία Κίνγκ’ς Πάλας και Μεγάλη Βρεταννία, το Μουσείο Μπενάκη και τα φτηνοξενοδοχεία της Ομόνοιας και στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο της Κρήτης και το ανάκτορο της Κνωσού. Και η πρώτη σεκάνς της ταινίας που περιμένουμε να δούμε στις αίθουσες παρακολουθεί τους δύο πρωταγωνιστές, δηλαδή τον Βίγκο Μόρτενσεν και την Κίρστεν Ντανστ, στον βράχο της Ακρόπολης.
Διαβόητα παραμένουν μέχρι σήμερα τα περιστατικά ασυνεννοησίας αμερικανών παραγωγών και ελληνικών υπουργείων. Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, για παράδειγμα, «τράβηξε» λαθραία τις εικόνες που χρειαζόταν για την ολοκλήρωση του «Filme Socialisme», όταν οι ελληνικές Αρχές τού ζήτησαν να διαβάσουν το… σενάριο (που φυσικά δεν υπήρχε, καθώς μιλάμε για τον Γκοντάρ). Αλλά ακόμη και τις στιγμές που μια παραγωγή στηνόταν στην Ελλάδα, τα προβλήματα ήταν πολλά –και όλα «ελληνικής» φύσεως. Στη Κεφαλονιά, την περίοδο των γυρισμάτων του φιλμ «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», η παραγωγή χρειάστηκε ένα γαϊδουράκι. Αμέσως βρέθηκε ένας ντόπιος –το ποσό που τους ζητήθηκε όμως αρκούσε για την αγορά κοπαδιού.
Ευτυχώς, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έδωσε ομόφωνα τη θετική γνωμοδότησή του στο αίτημα της εταιρείας Zelus Pictures Ltd για τη χορήγηση άδειας κινηματογράφησης. Κάτι λοιπόν πήγε καλά σ’ αυτή την καλογυρισμένη μεταφορά που υπογράφει ο Χοσεΐν Αμινί, Λονδρέζος, ευρύτερα γνωστός για τα σενάρια του «Drive» και του «Jude» του Τόμας Χάρντι. Στο επίπεδο της αναπαράστασης, δε, το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσωπο –ένας συνδυασμός των αναμνήσεων της ίδιας της Χάισμιθ αλλά και επαγγελματιών που ανέλαβαν την ανασύσταση της εποχής.
ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ. Οι παραγωγοί, σε συνεργασία κυρίως με τον Δήμο Χανίων και το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο, το Λιμεναρχείο και άλλες υπηρεσίες, ζήτησαν μια σειρά από διευκολύνσεις –ρυθμίστηκαν, για παράδειγμα, τα δρομολόγια των τουριστικών πλοίων στο ενετικό λιμάνι ώστε να μην περνάνε μπροστά από τις κάμερες. Το ίδιο έγινε με τους αμαξάδες στο Γιαλί Τζαμί, ενώ το κτίριο της Αρχαιολογίας στην οδό Σουρμελή μετατράπηκε σε δημαρχείο, ενώ, για να μη φαίνονται οι γραμμές οριοθέτησης των χώρων στάθμευσης, που προφανώς δεν υπήρχαν τη δεκαετία του ’60, βάφτηκαν με ειδική μπογιά που «εξαφανίστηκε» μετά το τέλος των γυρισμάτων. Φυσικά όλα τα κτίρια της περιοχής «βάφτηκαν» αναλόγως.
Υπήρξαν όμως και μεγαλύτερα προβλήματα. Οπως, για παράδειγμα, εκείνο το συνεργείο αθηναϊκού τηλεοπτικού καναλιού που «μπαστακώθηκε» έξω από το ξενοδοχείο του Βίγκο Μόρτενσεν και χίμηξε στον ηθοποιό ενώ αυτός έπαιζε ήδη τον ρόλο του. Οπως αντιλαμβάνεστε, ο εκνευρισμός του ήταν μεγάλος. Οταν δε τα γυρίσματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, όπου ο έλεγχος των «περίεργων» και των περαστικών ήταν προφανώς πολύ πιο δύσκολος, οι διενέξεις ήταν συχνό φαινόμενο. Λογικό, όταν έχεις να φιλμάρεις την Ακρόπολη, την Πλάκα και τη Ρωμαϊκή Αγορά –μέρη που ευτυχώς δεν έχουν ακόμα… εκσυγχρονιστεί και έτσι εξυπηρετούν με το παραπάνω τις αισθητικές απαιτήσεις του φιλμ αλλά και τις «εικόνες» που η ίδια η Χάισμιθ είχε καταγράψει.
«Θυμάμαι ένα παλιό ξενοδοχείο που μύριζε κλεισούρα. Η εξυπηρέτηση δεν ήταν καλή, τα χαλιά ήταν παλιά, ενώ στους διαδρόμους άκουγες κάθε μέρα μια ντουζίνα διαφορετικές γλώσσες. Ηθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το ξενοδοχείο στο βιβλίο μου, όπως και το παλάτι της Κνωσού» έλεγε η συγγραφέας με αφορμή τα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου».