Η προεκλογική περίοδος που πέρασε σημαδεύτηκε από την επιστροφή της αφισοκόλλησης. Μια πρακτική που έχει σημαδέψει την πολιτική ζωή της χώρας και την αισθητική της προεκλογικής επικοινωνίας στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο και φάνταζε ότι έχει έχει παρέλθει οριστικά. Χωρίς τον «πόλεμο» που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο την αφισοκόλληση των κομματικών συμβόλων, σήμερα η αφισορύπανση επανήλθε εξίσου πληθωριστικά για να αντιμετωπίσει, υποτίθεται, τη μεροληψία των «καθεστωτικών» ΜΜΕ και να κάνει γνωστούς (με άδηλους για την ώρα πόρους) κυρίως αριστερούς αυτοδιοικητικούς υποψηφίους με χαμηλή αναγνωρισιμότητα.

Μία από τις αφίσες που κυκλοφόρησαν στους τοίχους της Αθήνας είναι και αυτή του υποψήφιου δημάρχου Ηλία Κασιδιάρη, στην οποία εικονίζεται χαμογελαστός με χειροπέδες να συνοδεύεται από τους κουκουλοφόρους άνδρες της Αντιτρομοκρατικής. «Μετά της νύχτας το σκοτάδι πάντα μια Χρυσή Αυγή ανατέλλει» γράφεται με κεφαλαία στην αφίσα, κοινοποιώντας την κομματική προέλευση του υποψηφίου και τονίζοντας την ειρωνική λεβεντιά με την οποία δέχεται τη δίωξή του. Η συγκεκριμένη αφίσα απηχεί όλες τις life style περιγραφές των πρωταγωνιστών της Χρυσής Αυγής (ειδικά μάλιστα για τον Κασιδιάρη –γοητευτικός, καλό παιδί, επικοινωνιακός κ.ά.) που καταγράφηκαν στον Τύπο πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Δεν είναι όμως αυτό που εντυπωσιάζει.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί ίσως το πρώτο στην ιστορία της εγχώριας πολιτικής διαφήμισης που μετατρέπει ανενδοίαστα το αδύναμο σημείο ενός πολιτικού προσώπου σε προτέρημα. Κάποιες ανάλογες περιπτώσεις συναντώνται μόνο στην παραγωγή αφισών του αντιεξουσιαστικού χώρου. Επίσης ο Δημήτρης Τσοβόλας με διάφορους τρόπους είχε θεμελιώσει την αυτόνομη πολιτική του καριέρα πάνω στη δικαστική υπόθεση του σκανδάλου Κοσκωτά (το κόμμα του ονομάστηκε ΔΗΚΚΙ). Ομως η ίδια η στιγμή της σύλληψης, η ίδια η στιγμή αποκάλυψης της παράνομης δράσης ενός πολιτικού προσώπου και φορέα δεν έχει διαφημιστεί τόσο ανερυθρίαστα στο παρελθόν.

Η αφίσα αυτή δίνει εξηγήσεις για την τεράστια επιτυχία του συγκεκριμένου υποψηφίου και του κόμματός του στις τελευταίες εκλογές. Εχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση αντιστροφής του στίγματος που παράγεται εναντίον τους. Εχουμε να κάνουμε με την παραδειγματική χρησιμοποίηση όλων των συνωμοσιολογικών θεωριών που αναπτύχθηκαν από ευρύ φάσμα του δημόσιου λόγου για το πόσο ελεγχόμενες ή καταχρηστικές είναι οι δικαστικές διώξεις εναντίον των στελεχών της Χρυσής Αυγής. Η αποκάλυψη που έκανε άλλωστε πριν από λίγο καιρό ο ίδιος ο Κασιδιάρης, για τα όσα του είπε ο συνεργάτης του Πρωθυπουργού Π. Μπαλτάκος, αποτέλεσαν για πολλούς (όχι μόνο ακροδεξιούς) την περίτρανη απόδειξη μιας πολιτικής πλεκτάνης.

Οι επικοινωνιακές στρατηγικές της ηγετικής πια φυσιογνωμίας του Ηλία Κασιδιάρη δεν εδράζονται εκεί όπου κανείς θα ανέμενε ότι επενδύει βασικά η Χρυσή Αυγή, δηλαδή στις ρατσιστικές κορόνες εναντίον των μεταναστών. Το συγκεκριμένο πρόσωπο ενσαρκώνει στην πιο ακραία μορφή έναν λόγο που γνωρίζει μεγάλη απήχηση και διείσδυση, ειδικότερα στα νεότερα κοινωνικά στρώματα. Εναν λόγο μοδάτο που συνδυάζει εθνικιστικές και αντισυστημικές σοφίες, που συνθέτει εικόνες τόσο από τους μάτσο υπερήρωες του Χόλιγουντ όσο και τις λαϊκές ταινίες καταγγελίας με πρωταγωνιστή τον Ν. Κούρκουλο. Είναι ένας λόγος που υπερασπίζεται την καθαρότητα έναντι όλων.

Η Χρυσή Αυγή φαντάζει για 536.442 συμπολίτες μας η μόνη «καινούργια» πολιτική οργάνωση που δεν μένει στα λόγια, αλλά παίρνει τα πράγματα στα χέρια της (είτε χτυπώντας «βρώμικους» μετανάστες είτε προπηλακίζοντας διεφθαρμένους πολιτικούς) και διώκεται γι’ αυτό. Ο λόγος της Χρυσής Αυγής, όπως και κάθε άλλος φασιστικός –και όχι απλώς ακροδεξιός –λόγος στο παρελθόν, αποκτά επιρροή επειδή συναρθρώνεται με εκείνες τις ρητορικές που στοχεύουν στην με κάθε τρόπο (άρα και βίαιη) ανατροπή των υφιστάμενων δημοκρατικών θεσμών. Από τον αντιιμπεριαλισμό και τα αντιτραπεζικά στερεότυπα μέχρι την επίκληση της απόλυτης πολιτικής κάθαρσης και την αντικαθεστωτική τους συμπεριφορά απέναντι στα μεγάλα ΜΜΕ, οι χρυσαυγίτες, στελέχη και οπαδοί, συντάσσονται –καθόλου παραπλανημένοι –με την κυρίαρχη αντιμνημονιακή ρητορεία. Ο αντισυστημισμός της μόδας είναι η μεγάλη πολυσυλλεκτική δύναμη της Χρυσής Αυγής. Οτιδήποτε προβάλλει – κοροϊδεύει τη βάρβαρη λαϊκότητά της, οτιδήποτε συγχέει την αγανάκτηση βαθύτατα συντηρητικών αντιλήψεων και έξεων με επαναστατικές προθέσεις, οτιδήποτε συνδέει το παιχνίδι με τα όπλα και τη δημοκρατία με άλλες πολιτικές σκοπιμότητες ενισχύει την αντιδραστική αντισυμβατικότητά της. Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό, η πολιτική της νομιμοποίηση θα συνεχίσει ανεξάρτητα από την πορεία της ποινικής της δίωξης.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ