«Μπλέξαν οι γραμμές μας, μπλέξαν οι γραμμές./ Μπλέξαν οι φωνές μας, μπλέξαν οι φωνές. / Φάρσες και βλάβες, και υποκλοπές. / Μπλέξαν οι γραμμές μας, μπλέξαν οι γραμμές»

Τους παραπάνω στίχους τραγούδαγαν οι Φατμέ το 1986 δίνοντας έναν ρομαντικό και χιουμοριστικό τόνο στη διάχυτη παραφιλολογία για τις τηλεφωνικές υποκλοπές στις οποίες το πολωμένο πολιτικό σύστημα της εποχής επιδιδόταν. Το τραγούδι μελοποιεί τη συνειδητοποίηση ότι η τεχνολογία με τις δυνατότητες αλληλοπαρακολούθησης που εμπεριέχει διαμορφώνει όχι απλά νέους αθέμιτους όρους στο πολιτικό παίγνιο αλλά και αλλάζει άρδην τις κοινωνικές σχέσεις σε όλες τους τις μορφές. Το τελευταίο βίντεο υποκλοπής που είδε τη δημοσιότητα και αποκάλυψε τις γνωστές άγνωστες διαδρομές και συνεννοήσεις της εγχώριας Ακροδεξιάς έφερε και πάλι στην επικαιρότητα ένα ζήτημα που έπαιξε συχνά πυκνά σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Η περίπτωση του Θεοφάνη Τόμπρα, διοικητή του ΟΤΕ, όπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 φέρονταν ως επικεφαλής κλιμακίου παράνομων τηλεφωνικών υποκλοπών, έγινε σήμα κατατεθέν μιας πολιτικής περιόδου. Η εποχή του σκανδάλου Κοσκωτά δημιούργησε την αίσθηση ότι όλοι παρακολουθούνται και ότι οι τηλεφωνικές συνομιλίες πολιτικών προσώπων πωλούνται σε κασέτες στην Ομόνοια. Το 1993 γίνεται μεγάλος λόγος για τις μαρτυρίες και τις αποκαλύψεις του Χρήστου Μαυρίκη και του στρατηγού Νικόλαου Γρυλλάκη ότι κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 είχε στηθεί ένας μηχανισμός υποκλοπών από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εν γνώσει τού τότε προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Αν και αυτές οι υποθέσεις απέκτησαν τεράστια διάσταση και πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης, εν τέλει μπήκαν στο αρχείο χωρίς να διαλευκανθεί πλήρως τι συνέβη. Ο πολιτικός πολιτισμός της μεταπολιτευτικής περιόδου φαίνεται να κλωνοποίησε ατιμώρητα αρχαϊκές πρακτικές, πλούσιες καθ’ όλη τη μετεμφυλιακή καχεκτική δημοκρατία.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όμως η παρακολούθηση και η υποκλοπή αλλάζουν φορείς και στόχους. Είναι τώρα η κρυφή κάμερα που μπαίνει στις υπηρεσίες της ερευνητικής δημοσιογραφίας μετατρέποντάς την σε «αποκαλυπτική». Τα ροζ βίντεο για τους Στ. Κορκολή, Μιχ. Ασλάνη, Φιλήμονα κ.ά. διαμορφώνουν μια διαφορετική σφαίρα αναζήτησης του σκανδάλου που δεν αφορά τα δημόσια αλλά τα ιδιωτικά πράγματα. Είναι με βάση αυτή τη δημοσιογραφική τεχνική αποκάλυψης που οι «Ταρζάν» της ελληνικής δημοσιογραφίας θα αποκτούσαν επί χρόνια ξεχωριστό κύρος ως υπερασπιστές των λαϊκών συμφερόντων όχι μόνο «ξεμπροστιάζοντας» τις παρανομίες των φορέων πολιτικής και διοικητικής εξουσίας αλλά και τις ηθικές παρεκκλίσεις κάθε δημόσιου προσώπου, από τους celebrities μέχρι τους ιερείς. Η διεθνής πρακτική των παπαράτσι στην Ελλάδα συνδέεται με τον δημοφιλέστατο λόγο της καταγγελίας καθιστώντας το συγκεκριμένο επάγγελμα όχι μόνο επικερδές αλλά και μοχλό πολιτικής πίεσης και επιρροής.

Η πρόοδος της τεχνολογίας καθιστά εφικτό για όλους αυτό που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν δυνατό μόνο για τους χώρους κρατικής εξουσίας ή τα ΜΜΕ. Τα όρια της υποκλοπής και της μαρτυρίας, του δημόσιου και του ιδιωτικού ενδιαφέροντος μπερδεύονται είτε αυτό αφορά περιστατικά βίας είτε την ανάρτηση στα social media προσωπικών στιγμών διασκέδασης. Στον επιστημονικό χώρο οι απόψεις γι’ αυτήν την εξέλιξη διίστανται: κάποιοι θεωρούν ότι όλα αυτά οδηγούν σε μια «πανοπτική» κοινωνία, δηλαδή σε μια φάση εκχώρησης του δικαιώματος παρακολούθησης σε έναν κεντρικό επιτηρητή με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την παραγωγικότητα. Κάποιοι άλλοι τονίζουν ότι έχουμε μπει στον αστερισμό της «συνοπτικής» κοινωνίας, δηλαδή ότι οι πολλοί έχουν αποκτήσει τη δυνατότητα πολλαπλής παρακολούθησης και ελέγχου των λίγων, της κοινωνικοπολιτικής ή πολιτιστικής ελίτ. Οι πρώτοι τονίζουν τον φόβο ενός νέου ολοκληρωτισμού, οι δεύτεροι τις διαστάσεις εκδημοκρατισμού και διαφάνειας που έχουν επικρατήσει στην τεχνολογικοποιημένη πια δημοσιότητα.

Το βίντεο Μπαλτάκου – Κασιδιάρη έφερε όλα τα παραπάνω σε μια εφιαλτική μείξη. Ο μικρός και ο μεγάλος αδελφός συναντήθηκαν. Ο Πρωθυπουργός αδύναμος να αποδοκιμάσει ρητά το περιβάλλον του. Ο πληροφοριακός πόλεμος της υποκλοπής ξανάδωσε τροφή στην πόλωση, η καταγγελτική χρήση της κρυφής κάμερας επανεμφανίστηκε με σκηνοθεσία και διαλόγους «Ζούγκλας». Η υποτιθέμενη αποκάλυψη μιας στημένης δίωξης μπέρδεψε την αντιπολίτευση που επιχείρησε να την εκμεταλλευτεί μη αναλογιζόμενη τις πολιτικές και δικαστικές συνέπειες και κυρίως ότι όλα και όλοι γίνονται σήμερα πολύ εύκολα αντικείμενο καταγραφής, παρακολούθησης και εκβιασμού. Μοναδική ελπίδα; Tα selfies των χρυσαυγιτών που ερωτοτροπούν με τα όπλα τους να αποτελέσουν απόδειξη της εγκληματικής – φασιστικής δράσης τους…

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ