Από την πρώτη στιγμή που ο Αντώνης Σαμαράς τού ανέθεσε το νευραλγικό πόστο του Γραμματέα της Κυβέρνησης –θέση περισσότερο γνωστή ως Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου –ο Παναγιώτης (Τάκης) Μπαλτάκος έκρινε ότι αποτελούσε περίπου καθήκον του να προβάλει και να επενδύσει στο «DNA του δεξιού».

Δεν ήταν καν μυστικό στους κυβερνητικούς και κομματικούς διαδρόμους. Ο έμπιστος του Πρωθυπουργού γραμματέας σχεδόν διαλαλούσε τη στόχευσή του και δεν έχανε ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε ενδοκυβερνητικές κόντρες και να μπλοκάρει νομοσχέδια και ρυθμίσεις. Αρκούσε γι’ αυτό η εκτίμησή του ότι με τις πρωτοβουλίες του θα μείνει ευχαριστημένο το σκληροπυρηνικό συντηρητικό ακροατήριο. Επιταχύνοντας πάνω σε αυτές τις ράγες, ήταν θέμα χρόνου, όπως λένε και επιτελικά κυβερνητικά στελέχη, ο Μπαλτάκος να εκτροχιασθεί.

ΤΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ. Στη διαδρομή αυτή ήταν αρκετές οι διενέξεις που πυροδότησε ή τροφοδότησε ο γραμματέας και τραυμάτισαν βαθιά τη εικόνα του κυβερνητικού συνασπισμού –εντέλει και τη συνοχή του, αφού σε αυτόν καταλογίζεται σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων που οδήγησε τον περασμένο Ιούνιο και στην αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβερνητική συνεργασία. Η ακτινογραφία του βιντεοσκοπημένου διαλόγου που υπέκλεψε ο Κασιδιάρης μπορεί να δείξει ότι ο Μπαλτάκος προκάλεσε στην κυβέρνηση Σαμαρά και συντριπτικό κάταγμα.

Προ των βουλευτικών εκλογών του 2012, ο διαχρονικός νομικός σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά οραματιζόταν την αυτοδυναμία της ΝΔ και για πολλούς συνέβαλε τα μέγιστα για τη διαμόρφωση μιας ατζέντας που οδήγησε τελικώς το κόμμα στο 18,5%. Μετά τις δεύτερες κάλπες του Ιουνίου και τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης, πίεζε για την υιοθέτηση μιας τακτικής από το Μέγαρο Μαξίμου που θα προσέγγιζε τους χρυσαυγίτες, τουλάχιστον όσους είχαν μεταπηδήσει στο νεοναζιστικό μόρφωμα από τις γαλάζιες δεξαμενές. Κατά τη δική τους θεώρηση, δεν έπρεπε να κοπούν οι γέφυρες με τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους, γιατί αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επαναπατρισθούν.

Κάπως έτσι, μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι τον περασμένο Σεπτέμβριο, σε πολλούς στη ΝΔ είχε εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η κυβέρνηση, τουλάχιστον το Μέγαρο Μαξίμου δεν επιθυμούσε μια μετωπική σύγκρουση με τη Χρυσή Αυγή σε ιδεολογικοπολιτική βάση. Μόλις τέσσερις μήνες νωρίτερα το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση, μπήκε στη βαθιά κατάψυξη, ενώ έναν μήνα νωρίτερα για τα άγρια χρυσαυγίτικα έκτροπα στον Μελιγαλά δεν υπήρξε ούτε μία σύλληψη. Ενδιαμέσως –και με αφορμή την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τον τρικομματικό συνασπισμό –είχαν φουντώσει τα εκλογικά σενάρια τα οποία συνοδεύονταν και από σενάρια για έναν δεξιό συνασπισμό, εφόσον η Χρυσή Αυγή θα έβαζε νερό στο κρασί της, εξωραΐζοντας την εικόνα της.

ΤΟ ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ. Δεν είχε προκαλέσει σε κανέναν έκπληξη ότι σε αυτή τη συζήτηση συμμετείχε ακόμη και δημοσίως ο κ. Μπαλτάκος επικαλούμενος μάλιστα και το φρέσκο εκείνη την περίοδο κυβερνητικό παράδειγμα της Νορβηγίας. Αποδεικνύεται –και με το βίντεο του Κασιδιάρη –ότι όσα ακολούθησαν με το έγκλημα στο Κερατσίνι και τις ομαδικές συλλήψεις των επιτελών της Χρυσής Αυγής είχαν προκαλέσει δυσανεξία στον γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου.

Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ ότι το τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» καθόριζε τα βήματά του. Η εικόνα, ωστόσο, ότι βρίσκεται στη εμπροσθοφυλακή για τη διαφύλαξη μιας δεξιάς ταυτότητας της κυβέρνησης καταγράφηκε έντονα όταν «πάγωσε» το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και άνοιξε πόλεμος ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη. Το οξύμωρο είναι ότι το νομοσχέδιο είχε καταρτίσει ο προερχόμενος από τη ΝΔ, τότε υφυπουργός, Κώστας Καραγκούνης, επιδιώκοντας την προσαρμογή της κοινοτικής αντιρατσιστικής οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Ο κ. Μπαλτάκος σήμανε συναγερμό στο κυβερνητικό επιτελείο, καθώς έβρισκε τις νομοθετικές αλλαγές υπέρμετρα «προοδευτικές» και είχε ενστάσεις με τη θέσπιση ιδιωνύμου για τα ρατσιστικά αδικήματα. Οι θέσεις του είχαν υιοθετηθεί από το πρωθυπουργικό επιτελείο, ενισχύοντας σε εκείνη τη φάση και τις πολιτικές μετοχές του γραμματέα.

Ο Τάκης Μπαλτάκος δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο δίπλα στον Αντώνη Σαμαρά. Είχε ήδη διαγράψει τη δική του επαγγελματική πορεία στη δικηγορία και για τους περισσότερους στη ΝΔ ήταν σχεδόν αυτονόητο τον Ιούνιο του 2012 ότι θα αναλάμβανε κεντρικό ρόλο στο επιτελείο του Πρωθυπουργού. Σε μια διαφορετική επιβεβαίωση ότι είναι «δεξιός ώς το μεδούλι», τις προάλλες προκάλεσε εκρήξεις με τη διακήρυξη ότι «γεννήθηκε και θα πεθάνει αντικομμουνιστής». Οι αναταράξεις στον κυβερνητικό συνασπισμό για αυτήν την «εκτός τόπου και χρόνου», όπως σχολιάστηκε, απόπειρα αναβίωσης ενός εμφυλιοπολεμικού κλίματος δεν τον είχαν κάμψει. Είχε αρχίσει, όμως, να προκαλεί ενόχληση και να δημιουργεί ερωτηματικά στο Μέγαρο Μαξίμου για την τακτική που ακολουθούσε.

Εξοστρακισμός

Το χθεσινό σοκ από τις συναναστροφές με τον Κασιδιάρη και πολύ περισσότερο από το περιεχόμενο της συνομιλίας τους σχεδόν όλοι στη ΝΔ προεξοφλούν ότι οδηγεί στον εξοστρακισμό του από τη ΝΔ. Το μήνυμα υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών είναι ότι ακολουθούν «δύσκολες μέρες» για τον κ. Μπαλτάκο, ενώ το πρωτοφανές επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον γιο του στη Βουλή επανέφερε στο προσκήνιο και τις καταγγελίες για τις σκανδαλώδεις διαδικασίες της πρόσληψής του στο Λιμενικό Σώμα.