Το σκεπτόμουν συνέχεια, δυστυχώς όμως η καυτή επικαιρότητα δεν με άφησε σε χλωρό κλαρί. Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας σήμερα, και να γιατρέ μου που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στον φτωχό λαό μου ή μήπως έχω; Ασχετο αλλά στα φετινά Οσκαρ πρόσεξα ότι δεν ήταν καθόλου της μόδας τα τρομπαρισμένα στήθη (γυναικών). Μα πού πήγε τόση χρυσοπληρωμένη γέμιση; Την έπιασε μήπως το μηχάνημα ή την άφησαν στο βεστιάριο μαζί με τα αθλητικά τους παπούτσια; Αμα έχεις πέσει στο ίσωμα, καλή ώρα, μαθαίνεις να μετράς τα λόγια σου, αλλά εγώ δεν το έχω σκοπό να σιωπήσω. Μου εξάντλησαν τις αντοχές κάτι δημοσιεύματα που εμφανίστηκαν στο Διαδίκτυο στα οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Δήμος Αθηναίων εγκαλείται από κομψές κυρίες γιατί στα κακοτράχαλα των πεζοδρομίων του δεν τους έχει μείνει, λέει, λουμπουτέν για λουμπουτέν. Μάλιστα. Να πέσω τώρα από την παντόφλα μου ή να την πετάξω καλύτερα κατ’ αγνώστων;

Οχι πως μου είναι άγνωστο το είδος της γυναίκας με κότσι στο μυαλό, αλλά πες μου κι εσύ γιατρέ μου που έχουν δει πολλά τα μάτια σου. Πώς το εξηγείς να υπάρχουν σήμερα τόσες κακοποιημένες γυναίκες στην Ευρώπη και εμείς να μην έχουμε ακούσει τίποτα από τη μεσοτοιχία; Μια πόρτα είμαστε, που να πάρει ο διάβολος. Χόντρυναν τόσο οι τοίχοι ή φωνάζει πολύ αυτή η Ζωή και δεν με αφήνει να ξεχωρίσω τον κρυφό ιδιωτικό οδυρμό από τη μεθοδευμένη της δημόσια απρέπεια; Θα βάλω ποτήρι στο ντουβάρι, αφτί στο οδόστρωμα και θα μάθω. Αλλά κι εσύ μη μου ζαλίζεις τον έρωτα γιατί «ήρθε ο καιρός να θυμώσω ξανά» (Ζερμέν Γκριρ, μπέμπα).