Οταν ο Σπύρος Μερκούρης κάλεσε τον Γιώργο Ζαμπέτα να ταξιδέψει στις Κάννες για το Φεστιβάλ και τη δεξίωση μετά την προβολή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» (το 1961 ήταν υποψήφια για πέντε Οσκαρ, ενώ απέσπασε το Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού) με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, οι ταλαιπωρημένοι μουσικοί της ορχήστρας που ταξίδεψαν ώς εκεί με τρένο από το Μπρίντιζι δεν θα μπορούσαν να φανταστούν πως θα γίνονταν μέρος μιας εμβληματικής βραδιάς.

Η ταινία

Ηταν Μάιος του 1960 και στις Κάννες οι κριτικοί και ένα πλήθος θεατών επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν. Το φιλμ δημιουργεί αίσθηση και συζητιέται, αφού το σεναριακό θέμα δεν είναι απλό αλλά τολμηρό για την εποχή. Η Μελίνα υποδύεται μια πόρνη που επιλέγει η ίδια τους πελάτες της και βέβαια δεν δέχεται την Κυριακή.
Το πάρτι

Πιο πολύ όμως και από την ίδια την ταινία, θα τολμούσαμε να πούμε (ίσως και από το βραβείο ερμηνείας της Μελίνας Μερκούρη που υποδύεται την Ιλια) πως εκείνο που πέρασε στην ιστορία του 13ου Φεστιβάλ των Καννών ήταν το γλέντι που ακολούθησε. Το πάρτι αυτό άφησε εποχή, αν και δέχθηκε και πυρά μιας αστικής κριτικής (υπήρξε άρθρο για τη Μελίνα που την αποκάλεσε «κατσιβέλα»).

Η ίδια, με μακρύ φούξια φόρεμα και τσιγάρο στα χείλη, χόρευε ξέφρενα και τραγουδούσε σπάζοντας ντουζίνες ποτήρια, οδηγώντας στον χορό περισσότερους από εφτακόσιους καλεσμένους.

Φέρτε στον νου σας την εικόνα: Ανδρες με σμόκιν χορεύουν βαλς υπό τους ήχους των μπουζουκιών, η Μελίνα τραγουδά τα «Παιδιά του Πειραιά» και πίνει μονορούφι το ποτό της. Πολλά χρόνια μετά ο ατζέντης του Ζυλ Ντασσέν θα πει: «Ηξερα ότι είχαμε κάνει τεράστια επιτυχία όταν η Μπεγκούμ Αγά Χαν (σ.σ. χήρα του πλούσιου μουσουλμάνου θρησκευτικού ηγέτη Αγά Χαν) άρχισε να σπάει ποτήρια και να χορεύει».

Ο Ζαµπέτας

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: «Πάμε στο γλέντι, εκεί παίχτηκε όλο το παιχνίδι, μπουκάρουμε μέσα, ανεβαίνουμε στο σανίδι, αρχινάμε να πίνουμε.

Μέσα εκεί ήτανε όλοι οι μεγιστάνες του πλούτου. Ολα τα λεφτά. Ολοι οι μεγιστάνες της κονόμας, του πρες, του κινηματογράφου, του θεάτρου, έχουμε μαζευτεί κι εμείς έχουμε δώσει ψυχούλα να φτάσουμε μέχρι εκεί. Από τα πέρατα της γης και Κινέζοι κα Αμερικανοί, Εγγλέζοι, Ρώσοι…. Η σοσάιετι του χρήματος. Ροκφέλερ, Ωνάσης και δεν συμμαζεύεται. Και η σοσάιετι των ηθοποιών όλου του κόσμου. Ολοι οι μεγιστάνες της τέχνης, της μόδας και όλοι οι μεγιστάνες να πούμε του σινεμά και του θεάτρου Ιμπέρια Αρτζεντίνα από Ισπανία, η Γκρέις Κέλι του Μονακό, ο Ρενιέ, η Τζίνα Λολομπριγκίτα, η Σοφία Λόρεν. Κάτι γούνες, κάτι πράγματα! Να δεις χρυσαφικό, να δεις διαμαντικό! Ολες οι Μπριζίτ Μπαρντός ήτανε μαζεμένες εκεί». Αργά πια ο Ζαμπέτας το πήρε πατριωτικά. «Και μπουκάρω με το μπουζούκι στα ίσια κι αρχινάω, τι τσάμικο με το μπουζούκι «Τα παιδιά του Πειραιά», τι τσιφτετέλι με τα «Παιδιά του Πειραιά». Μέχρι που το μάθανε όλοι και το τραγουδάγανε». Ο Γιώργος Ζαμπέτας αφηγήθηκε τη βραδιά και στις δύο βιογραφίες του, ίσως χωρίς κι εκείνος να είχε συναίσθηση πως οι πενιές του αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος μιας άτυπης πολιτισμικής διπλωματίας για τη χώρα μας (που όμως εξώκειλε στο γνωστό τρίπτυχο συρτάκι – ήλιος – λεβεντιά τα επόμενα χρόνια). Μια βραδιά διονυσιασμού και χασάπικου που γρήγορα πέρασε στη σφαίρα του μύθου (η πληροφορία για τα 40.000 σπασμένα ποτήρια ελέγχεται ακόμη…).

Ο σεισμός Μελίνα

Η βραδιά τα είχε όλα: Τον Ντασσέν να χορεύει χασάπικο πάνω σε τραπέζι, τον Γιώργο Φούντα να μαθαίνει ζεϊμπέκικο στη Χάγια Χαραρίτ, την Μπέτσι Μπλερ να ακολουθεί στο τσα-τσα τον Μάνο Χατζιδάκι, τον συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν να φωνάζει «κούκλα, να ζήσεις» στη Μελίνα… Και πάνω απ’ όλους η Μελίνα να παρασύρει τους πάντες στον ρυθμό της (μαζί με τη Δέσπω Διαμαντίδου). Ενα πειραιώτικο γλέντι σε γαλλικό έδαφος και με χιλιάδες φλας φωτογραφικών μηχανών.

«Οταν εμφανίστηκε η Μελίνα, έγινε σεισμός. Εμφανίστηκε με έναν τεράστιο δίσκο με ποτήρια (τη βοηθούσε ένας σερβιτόρος) και τα έσπαγε. Ακόμη δεν σπάγαμε τότε πιάτα εξάλλου. Το γλέντι θυμάμαι ήταν ολονύχτιο. Μείναμε μέχρι τέλους. Ημασταν ένα κουαρτέτο, με τον Γεράσιμο Λαβράνο στο πιάνο και τον Κώστα Σεϊτανίδη στο μπάσο, κάναμε το χορευτικό μέρος της βραδιάς, τσα-τσα, μάμπο και τέτοια. Μαζί ήταν ο Τόλης Χάρμας και ο Ζαμπέτας. Εγώ τότε δούλευα με τον Χατζιδάκι συνεχώς από το ’60-’66. Στο πάρτι θυμάμαι ήταν όλος ο κόσμος του κινηματογράφου. Ο Ζαμπέτας βγήκε πιο αργά, στο λαϊκό πρόγραμμα. Εμείς πήγαμε με ντακότα αεροπλάνο μέχρι το Μπρίντιζι και από ‘κεί με τρένο, πολλή ταλαιπωρία» θυμάται για «ΤΑ ΝΕΑ» ο ντράμερ και συνθέτης Νίκος Λαβράνος που έζησε τη μυθική βραδιά.

Ο Ζαμπέτας αναπαριστά τις στιγμές με τον δικό του τρόπο: «Της πουτάνας έγινε! Δεν ματαλέγεται αυτό το γλέντι! Μ’ εχει πιάσει το πατριωτικό μου κάργα και λέω τώρα μπαγάσηδες θα σας πάρουμε τους κοντυλοφόρους κι αύριο θα γίνει της τρελής! Σ’ αυτά τα γαλλικά τα μαγαζιά, κοινώς να πούμε τις σάλες, το γλέντι δεν κρατάει παραπάνω από τις εντεκάμισι, δώδεκα, βία δωδεκάμισι πρέπει να ‘χουνε σφουγγαρίσει κιόλας. Στη δεξίωση τη δικιά μας είχε πάει ώρα εφτάμισι το πρωί, είχε βγει ο ήλιος και δεν είχε φύγει ούτε ένας. Και να ληφθεί υπόψη ότι από τις δωδεκάμισι έπαιζα μόνος μου, τελείως μόνος. Εν τέλει, να μην τα πολυλογώ, παίξε τραγούδα, παίξε τραγούδα, ο Τζούλι από κάτω, η Μελίνα γονατιστή, ο αδελφός της ο Σπύρος, βέβαια ο Πίπης… ο Μανώλης (σ.σ. Χατζιδάκις) είχε παρκάρει σε μία καρέκλα και σπαστά και πού έπινε κι ένα χάπι. Οπου να πούμε, κατά τις 7:30 η ώρα το πρωί απόκανα δεν μπορούσα, δεν άντεξα. Λέω, παιδιά τελειώσαμε!».

Το πρωί που γυρίζει στο ξενοδοχείο, ο Ζαμπέτας βλέπει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Το λαϊκό ένστικτό του θα πάρει το σήμα της επιτυχίας και της προβολής. Η βραδιά εκείνη εξάλλου και η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» θα αποτελέσει μαζί με τον «Ζορμπά» τη λοκομοτίβα μιας εξωστρεφούς Ελλάδας που τότε επούλωνε τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου. Και το πρόσωπο που υπήρξε ηγεμονικό σε αυτή την μακρινή καρτ ποστάλ ήταν βέβαια η Μελίνα.