Αρθρογραφώντας προ μηνός στην «Καθημερινή», ο αναπλ. καθηγητής Νικ. Μαραντζίδης περιγράφει το ΠαΣοΚ ως «κλινικά νεκρό πολιτικό οργανισμό, που πρέπει να πεθάνει αξιοπρεπώς και του αξίζει μια αξιοπρεπής ταφή από τους δικούς του ανθρώπους…».

Είναι δημοκρατικό δικαίωμα του κ. Μαραντζίδη και πολλών άλλων ελλήνων πολιτών και κυρίως πολιτικών να επιζητούν τον ενταφιασμό του ΠαΣοΚ (όχι πάντοτε με τον αξιοπρεπή τρόπο που ευγενικά εκφέρει ο κ. Μαραντζίδης). Αυτό που δεν κατανοώ πλήρως είναι πώς μπορεί κανείς να ενταφιάζει τον εαυτό του με τις προτροπές των άλλων. Θα έβλεπα πιο λογικό (sic) να ζητούν κάποιο «απεταξάμην» ή μια άλλη δήλωση «μετανοίας ή κοινωνικών φρονημάτων» από τα μέλη, τους οπαδούς και φίλους του πολιτικού αυτού χώρου. Φυσικά μια τέτοια απαίτηση θα έπρεπε να απευθύνεται σε εκατομμύρια Ελληνες που κατά καιρούς ψήφισαν και ακολούθησαν αυτό το κόμμα και όλους εκείνους τους σοβαρούς και έντιμους πολιτικούς που το υπηρέτησαν χωρίς να αισθάνονται σήμερα ενοχή ή να έχουν διάθεση απολογίας. Ή μήπως υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην παραδέχεται ότι το κόμμα αυτό, παρά τα οποιαδήποτε λάθη του, συνετέλεσε σε μια ιστορική τομή της χώρας, αντίστοιχη με εκείνην του Ελ. Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της οπτικής γωνίας απ’ την οποία μπορεί να τη βλέπει ο καθένας;

Μια πρόσθετη απορία απευθύνεται προς όσους επιχειρηματολογούν για την ανάγκη διάλυσης του ΠαΣοΚ, γιατί δεν έκαναν τόσα χρόνια το ίδιο για κόμματα όπως το ΚΚΕ ή τα διάφορα κόμματα της λεγόμενης «ανανεωτικής Αριστεράς», που προτιμούν τις μετονομασίες ή μεταμφιέσεις αντί του ενταφιασμού. Επί δεκαετίες κυμαίνονταν και κυμαίνονται σε ποσοστά γύρω στο 5% (το ΠαΣοΚ, τουλάχιστον στην εκλογική κάλπη, δεν έχει πέσει ποτέ σε ποσοστό κάτω από διψήφιο αριθμό).

Εχουν ακουστεί και γραφεί πάρα πολλά για τη σημερινή ελληνική οικονομική και πολιτική κρίση. Κι έχει ανοίξει συζήτηση για την ανάγκη δημιουργίας μιας μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης. Και σε αυτό το πεδίο υπάρχουν πολλοί (ακόμη και εντός ΠαΣοΚ) που τορπιλίζουν την προσπάθεια κατηγορώντας το κόμμα και τον αρχηγό του. Θα κινδυνεύαμε να υποπέσουμε σε φλύαρη επανάληψη απόψεων που έχουν ήδη διατυπωθεί ή σε γνωστές κοινοτοπίες αριστερόστροφου ή δεξιού λαϊκισμού. Προτιμούμε κάποιες τηλεγραφικές επισημάνσεις.

n Η πρωτοβουλία των 58 δεν ήταν ούτε πολιτικά λανθασμένη ούτε εξαρχής καταδικασμένη. Απλώς περιείχε μεγάλα ρίσκα για πολλούς και διάφορους λόγους. Η υπόθεση πάντως δεν χάθηκε. Η πολιτική κατάσταση μοιάζει με κινούμενη άμμο και μελλοντικά η συσπείρωση κεντροαριστερών δυνάμεων θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.

n Η στάση του κ. Κουβέλη και γενικότερα της ΔΗΜΑΡ για μονοπώληση του κεντροαριστερού πόλου με έωλα επιχειρήματα, π.χ. αποκλεισμού του ΠαΣοΚ, έχει βεβαίως τις πολιτικές της σκοπιμότητες με κύριο στόχο την αφαίμαξη του ΠαΣοΚ, αλλά μοιάζει ακόμη ένα μεγάλο πολιτικό σφάλμα, από αυτά που έχει διαπράξει ο εν λόγω πολιτικός (1989, ήττα από τον Τσίπρα, μπες – βγες στην κυβέρνηση, αριστερός κομφορμισμός κ.λπ.)

n Φυσικά για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και την ηγετική του ομάδα θα συνιστούσαμε αυτοσυγκράτηση (μέχρι και για τη σύνθεση της κυβέρνησής του μίλησε ο κ. Τσίπρας στη συνέντευξή του στο «Βήμα»!). Αυτοί που σήμερα τον ζητωκραυγάζουν κρύβουν γιαούρτια και πέτρες για το «υπεσχημένο μέλλον…».

Θα ‘θελα να κλείσω με δύο αποσπάσματα από παλιά σκονισμένα βιβλία της βιβλιοθήκης μου: Η σωστή διαχείριση του συστήματος είναι ο μόνος τρόπος για την αλλαγή του και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός περνάει μέσα και όχι έξω από το σύστημα (Απ. Λάζαρης – «Ποιος σοσιαλισμός;», Θεμέλιο, 1989).

Το γραπτό πρόγραμμα του υποψηφίου δεν πρέπει να είναι πολύ κατηγορηματικό, γιατί οι αντίπαλοι θα μπορούσαν να το αντιτάξουν αργότερα∙ όμως το προφορικό θα μπορούσε να είναι υπερβολικά άμετρο. Μπορεί να υποσχεθεί άφοβα τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις… (Γκιστάβ Λε Μπον – «Ψυχολογία των μαζών», 1895, εκδόσεις «Το Βήμα», 2010).

Από τη σημείωση του εκδότη: Οι ιδέες του Λε Μπον είχαν εντυπωσιακή απήχηση στους ηγέτες του 20ού αιώνα, κυρίως στην περίπτωση της οικοδόμησης φασιστικών καθεστώτων, αποτελώντας παράλληλα τη βάση για τη θεμελίωση της πρακτικής τής προπαγάνδας.

Ο Κυριάκος Παπαϊωάννου είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης