Το γέλιο, ως διαμαρτυρία, χρησιμοποιήθηκε τις προάλλες από ομάδες καλλιτεχνών/ακτιβιστών για να αποδοκιμαστεί ο υπουργός Πολιτισμού, Πάνος Παναγιωτόπουλος, στο συνέδριο «Χρηματοδοτώντας τη δημιουργικότητα», στο Μέγαρο Μουσικής. Την ώρα που μίλαγε ο υπουργός άρχισαν από κάτω να γελάνε ηχηρά και να μη σταματάνε, ώσπου στο τέλος να τον αναγκάσουν να φύγει. Για ποιον λόγο; Δεν τους άρεσαν αυτά που έλεγε. Ε, και;

Δύο από τους ακτιβιστές μίλησαν για την πράξη τους στον ιστότοπο Popaganda. Δεν συμφωνούν με το μοντέλο του πολιτισμού, είπαν, με τον τρόπο που τα υπουργεία μοιράζουν τις επιχορηγήσεις. Οι εναλλακτικές πολιτιστικές προτάσεις δεν παίρνουν χρήματα, πρόσθεσαν, οι πολιτιστικοί θεσμοί δεν φροντίζουν για τη δημιουργία μόνιμων υποδομών, χώρων κ.λπ., αλλά εξαντλούνται σε πελατειακή διεκπεραίωση των διαθέσιμων πόρων. Σε μερικά έχουν δίκιο (στις υποδομές, π.χ.), σε ορισμένα άλλα άδικο. Κάποιες φορές απλώς λαϊκίζουν –όπως όταν επικρίνουν τον Δήμο Αθηναίων ότι κυνήγησε τα μικρά θέατρα, ενώ το μόνο που προσπάθησε να διασφαλίσει ήταν η ασφάλεια θεατών και εργαζομένων (μια φορά βρέθηκα σε θέατρο που δεν είχε έξοδο κινδύνου όταν χρειάστηκε, σε μια πυρκαγιά, και ξέρω τι σημαίνει πανικός στον κλειστό χώρο). Συνήθως λένε ευκολίες και κλισέ.

Αλλά δεν έχει καν σημασία αν οι ακτιβιστές έχουν δίκιο ή αν έχουν άδικο. Σημασία έχει ότι στο όνομα της διαμαρτυρίας νομιμοποιούν τον χουλιγκανισμό. Δεν συμφωνούν με τα γιαουρτώματα, λένε, αλλά συμφωνούν με το γέλιο, που υστερικό όπως ακούγεται ισοδυναμεί με διαρκές γιούχα, με κράξιμο. Κράξιμο από ποιους; Ποιοι είναι αυτοί που θεωρούν ότι η πρότασή τους είναι σωστή; Την έμπνευση της διαμαρτυρίας, λένε, είχε σκηνοθέτρια, μέλος γνωστής θεατρικής ομάδας. Προσφάτως, ανέβηκε παράστασή της σε μεγάλη κρατική διοργάνωση. Τι θα έλεγε αν διεκδικούσα το δικαίωμα να γελάω με τους φίλους μου αν δεν μου άρεσε; Δεν θα ήταν καλύτερο να φύγουμε και να κλάψουμε κατά μόνας, τον χρόνο που θα χάναμε και τα λεφτά των φορολογουμένων;

Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κυριάρχησε ο «δεύτερος εξώστης». Στο θεωρείο του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ανέβαιναν διάφοροι τύποι που, διά του θεσμού της άμεσης δημοκρατίας, αποδοκίμαζαν γελώντας και κράζοντας ό,τι δεν τους άρεσε ή δεν τους έβρισκε σύμφωνους. Θυμάμαι, κάποτε έκραξαν τον Σταύρο Τορνέ, ένα πρόσωπο που παρήγε πάση θυσία τις ταινίες του, αρνούμενος και τις επιχορηγήσεις και τη συνδικαλιστική εκδοχή της ελευθερίας, όπως έλεγε. Υπερασπιζόταν με τη στάση και το έργο του τη δημιουργία. Δεν είχε στόχο τις επόμενες επιδοτήσεις, δεν παραγόντιζε, δεν έβριζε και δεν χουλιγκάνιζε για να τις κερδίσει. Ο πλούσιος αυτός καλλιτέχνης πέθανε από φτώχεια. Ας ρωτήσουν. Κι αν μπορούν να καταλάβουν, ας καταλάβουν.