Τίποτα δεν θα ήταν πιο ανακριβές απ’ το να θεωρήσουμε ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια της ευρωζώνης έχουν ξεπεραστεί. Σύντομα, μάλιστα, οι ευρωεκλογές θα μας υπενθυμίσουν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση διέρχεται μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Με την ανεργία να καλπάζει στα ύψη και τον αποπληθωρισμό να απειλεί τις δεκαοκτώ χώρες της ευρωζώνης, είναι ξεκάθαρο ότι απέχουμε πολύ από τον τερματισμό της κρίσης.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης ήρθε στα τέλη του 2013 από τους φίλους μας τους Γερμανούς, και συγκεκριμένα από τον όμιλο Glienicke, που αποτελείται από εξέχουσες προσωπικότητες προσκείμενες στο CDU και το SPU. Ο στόχος αυτών των προτάσεων ήταν να ενισχυθεί η πολιτική και δημοσιονομική ένωση των χωρών της ευρωζώνης. Μόνες, οι δύο μας χώρες δεν θα βαρύνουν πολύ στη σημερινή παγκόσμια οικονομία. Αν δεν ενώσουμε εγκαίρως τις δυνάμεις μας ώστε να προσαρμόσουμε το κοινωνικό μας μοντέλο στην παγκοσμιοποίηση, τότε θα κερδίσει ο πειρασμός της εθνικής αναδίπλωσης και θα δημιουργηθούν εντάσεις σε σύγκριση με τις οποίες οι δυσκολίες της Ενωσης θα μοιάζουν με παιχνιδάκι. Στη χώρα μας ο προβληματισμός γύρω από το μέλλον της ευρωπαϊκής δημοκρατίας δεν έχει ωριμάσει τόσο όσο στη Γερμανία. Αλλά δεν δεχόμαστε την παραίτηση που παραλύει σήμερα τη χώρα μας. Γι’ αυτό και μέσα από αυτό το μανιφέστο θέλουμε να συνεισφέρουμε στον δημόσιο διάλογο που ξεκίνησε η ομάδα από τον όμιλο Glienicke.

Ηρθε η ώρα να το αναγνωρίσουμε: το σύστημα ενός ενιαίου νομίσματος στις δεκαοκτώ χώρες της ευρωζώνης, με δεκαοκτώ διαφορετικά χρέη όπου μπορούν ελεύθερα να κερδοσκοπούν οι αγορές και δεκαοκτώ διαφορετικά (και συχνά ανταγωνιστικά) φορολογικά συστήματα, δεν λειτουργεί και δεν θα λειτουργήσει ποτέ. Η λύση δεν βρίσκεται στη συνδιαχείριση του συνόλου των φορολογικών εσόδων και των δημόσιων δαπανών, αλλά στην ανατροπή των προτεραιοτήτων της ευρωζώνης: λιγότερη Ευρώπη όταν τα κράτη-μέλη τα καταφέρνουν από μόνα τους, περισσότερη Ευρώπη όταν η συμβολή της είναι απαραίτητη.

Η πρώτη μας πρόταση είναι να συνδιαχειρίζονται οι χώρες της ευρωζώνης –αρχίζοντας από τη Γαλλία και τη Γερμανία –τους φόρους των επιχειρήσεων(CIT). Στην κοινή και αυστηρά ελεγχόμενη δεξαμενή που θα δημιουργηθεί, κάθε χώρα θα μπορεί να συνεχίζει να συνεισφέρει τον δικό της φόρο, με ελάχιστο ποσοστό το 20%, ενώ ένα επιπλέον ποσοστό της τάξης του 10% θα επιβάλλεται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ετσι θα δημιουργηθεί στην ευρωζώνη ένας προϋπολογισμός της τάξης του 0,5% με 1% του ΑΕΠ.

Ενας τέτοιος προϋπολογισμός, όπως επισημαίνουν οι φίλοι μας από τον Glienicke, θα διευκολύνει σημαντικές επενδύσεις στον χώρο της παιδείας, του περιβάλλοντος και των υποδομών. Εμείς προτείνουμε ο προϋπολογισμός αυτός να μην προέρχεται από τις συνεισφορές των κρατών-μελών, αλλά απευθείας από έναν ενιαίο, ευρωπαϊκό φόρο.

Η ιδέα μιας ενιαίας φορολογικής βάσης δεν θα μπορούσε να σταθεί από μόνη της χωρίς τη δεύτερη πρότασή μας: τη δημιουργία ενός κοινοβουλευτικού σώματος της ευρωζώνης, μια ιδέα που έχει διατυπώσει ήδη ο Γιόσκα Φίσερ από το 2011. Το σώμα αυτό θα λειτουργεί παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα συμμετέχει σε αυτό ένα μέρος των μελών των εθνικών Κοινοβουλίων: για παράδειγμα, 30 βουλευτές από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση, 40 βουλευτές από την Μπούντεσταγκ, 30 ιταλοί βουλευτές κ.λπ. Η κατανομή θα γίνει με βάση το δημογραφικό βάρος κάθε χώρας και η αρχή της θα είναι απλή: κάθε πολίτης, μία φωνή. Για εμάς, η λύση αυτή είναι η μόνη που θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε προς μια πολιτική ένωση. Ο υπουργός Οικονομικών για την ευρωζώνη που θα οριστεί, και στη συνέχεια μια πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση, θα είναι υπόλογοι σε αυτό το ευρωπαϊκό σώμα.

Μια τέτοια καινοτόμα δημοκρατική αρχιτεκτονική της Ευρώπης θα μας επιτρέψει να βγούμε από τη σημερινή αδράνεια και από τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να αποτελέσει το δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα που θα αντιπροσωπεύει τα κράτη. Οι περισσότερες αντιδράσεις στο εγχείρημά μας πηγάζουν από την άποψη ότι είναι αδύνατο να τροποποιήσουμε τις συνθήκες. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Οι συνθήκες τροποποιούνται διαρκώς. Η τελευταία τροποποίηση έγινε το 2012, χρειάστηκε έξι μήνες και αποτέλεσε μια κακή μεταρρύθμιση, που αύξησε ακόμη περισσότερο τον τεχνοκρατικό και αναποτελεσματικό φεντεραλισμό.

Ο Τομά Πικετί είναι καθηγητής στη Σχολή Οικονομίας του Παρισιού. Ο Πιερ Ροζανβαλόν είναι καθηγητής στο College de France. Το μανιφέστο είχε συγκεντρώσει μέχρι χθες το βράδυ άλλες 237 υπογραφές.