Σήμερα θα μιλήσουμε για τον συκοφάντη. Το λέει και το αγαπημένο μου λεξικό Liddell-Scott της αρχαίας ελληνικής ότι συκοφάντες ονομάζονται εκείνοι που κουνάνε τη συκιά για να φανούν τα σύκα που είναι κρυμμένα μέσα στα φύλλα. Μερικοί βέβαια, αντ’ αυτού, επιμένουν να κουνάνε την αχλαδιά, άλλο όμως η δουλειά κι άλλο το χόμπι. Σύμφωνα με διαφορετικές πηγές, ο επαγγελματίας που εξετάζουμε σήμερα είχε ένα κάπως διαφορετικό job description. Καλά το καταλάβατε. Επρόκειτο για τον άνθρωπο που σήκωνε από κάτω τα σύκα για να τα μπουρλιάσει και να τα κάνει τσαπέλες. Στο χωριό μου αυτά τα σύκα τα λένε και χαμούρες, γνώμη μου πάντως είναι ότι συν τω χρόνω η σημασία της λέξης έχει αρχίσει να μετακυλίεται και έτσι η χαμέρπεια πέρασε εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν που σκύβει να μαζέψει τα επιχειρήματά του από το χώμα. Δεν είναι να σε πιάσει λουμπάγκο σ’ αυτήν τη στάση. Πάει, καταστράφηκες.

Κατά την αρχαιότητα όμως καμιά δουλειά δεν ήταν ντροπή. Απεναντίας. Ο συκοφάντης ήταν ένας ωραίος τύπος που έστηνε το κρεβάτι του πίσω απ’ την αγορά κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα, μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και τα λουτρά και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα. Οπως μας λέει κι ο Αριστοφάνης, εκεί προς το μεσημεράκι, τα μάζευε και πέρναγε από την Ηλιαία που ήταν ένα, τρόπον τινά, λαϊκό δικαστήριο και κάρφωνε στους δικαστές όποιον του έμπαινε στο μάτι εγείροντας ανύπαρκτες κατηγορίες για φοροδιαφυγή κυρίως και για παράνομο πλουτισμό. Πού να ξέρω αν τότε οι Αθηναίοι του είχαν κόψει και κανά κονδύλι. Ετσι και πέσουν όμως σήμερα τίποτα ψιλά, αντίο τρόικα και ciao amore. Πάει, το λύσαμε το πρόβλημα της ανεργίας!