αντιπροσώπευση (1). Δεν σε υπερψηφίζω. Καταψηφίζω τον απέναντι. Δεν σε ψηφίζω επειδή πιστεύεις το άλφα ή βήτα πράγμα, οπότε δεν έχει σημασία τι πιστεύεις. Μπορεί εσύ να πιστεύεις ότι η Γη είναι επίπεδη ή ότι ο Ηλιος ανατέλλει από τη Δύση, αλλά ο απέναντι, που πιστεύει ότι η Γη είναι στρογγυλή και ότι ο Ηλιος ανατέλλει από την Ανατολή μού είναι απεχθής. Οπότε εσύ θα ανταμειφθείς με την ψήφο μου. Ο αντίπαλός σου φρόντισε να κάνει τη δουλειά για σένα, να σου στρώσει το χαλί. Οπως δεν με ενδιαφέρουν τα «πιστεύω» σου, έτσι δεν δίνω δεκάρα για το πρόγραμμά σου, οπότε μη σκοτώνεσαι να εκπονήσεις πρόγραμμα. Ο απέναντι έχει πρόγραμμα αλλά, τι τα θες, το απέκτησε αργά, πολύ αργά. Ο απέναντι, κοντολογίς, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που πέτυχαν, χάρη στα κατορθώματά τους, να λένε, π.χ., «σήμερα είναι Σάββατο και στα «ΝΕΑ» δημοσιεύονται τα «Λήμματα»» κι εσύ να τους απαντάς αυθόρμητα «Αποκλείεται!». Είναι μια κατηγορία που απασχόλησε ιδιαίτερα τον φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.

αντιπροσώπευση (2). Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις όσο είσαι μικρός. Στους πολλούς, όμως, πας με το μικρότερο μέρος αυτού που κουβαλάς. Είναι το τίμημα της μαζικότητας ή της «αυξήσεως», όπως θα ‘λεγε ο Πλάτων. Από αυτή την άποψη, η αντιπροσώπευση είναι μια κωμωδία στο πλαίσιο της οποίας δεν τίθεται θέμα για τον οποιονδήποτε να πιστεύει οτιδήποτε. Η ανάγκη της πίστης άλλωστε σχετίζεται με το θρησκευτικό αίτημα του ανθρώπου. Η ιδεολογία, πάλι, που υποκαθιστά την εκπλήρωση αυτού του αιτήματος στο κοσμικό επίπεδο, είναι η ελευθερία της σκέψης να μην είναι ελεύθερη, αν δεχθούμε τη θέση του Τοκβίλ, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν είναι πρωτογενώς ελεύθερος (ως αποτέλεσμα), αλλά ελεύθερος (ως προϋπόθεση) να είναι ελεύθερος.

θρήνος. Προέρχεται από επίσημα χείλη. Αφορά τους νέους που φεύγουν στο εξωτερικό από τη σημερινή Ελλάδα ή, για την ακρίβεια, Σανελλάδα. Σε αυτούς απευθύνεται και η προτροπή να μην αργήσουν, να επιστρέψουν γρήγορα στα πάτρια χώματα (βλ. λήμμα «Τυχοδιωκτισμός»). Ουδεμία έκπληξη. Ο νόστος και η ξενιτιά σαν κατάρα είναι μόνιμα θέματα του νεοελληνικού φαντασιακού. Προς τι, όμως, ο θρήνος; Τι κάνουν αυτά τα παιδιά, τέκνα μιας χώρας που γεννήθηκε και υπάρχει λόγω διασποράς; Βγάζουν κι αυτοί το κεφάλαιό τους έξω, όπως τόσοι και τόσοι συμπατριώτες τους. Μόνο που το κεφάλαιο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι τα λεφτά αλλά ο εαυτός τους. Υπενθυμίζουν, για όποιον θέλει να το ακούσει, το γνωστό «ubi bene, ibi patria», «εκεί είναι η πατρίς όπου είσαι ευτυχής».

πολίτης. Λέγεται ο καταναλωτής (και) δημοκρατίας στην επικράτεια του δυτικού κόσμου. Εξοβελίζοντας την παραγωγή στην επικράτεια του χαμηλού κόστους, η Δύση διαμόρφωσε έναν τύπο ανθρώπου που βλέπει τη ζωή μέσα από το πρίσμα του ραφιού, όχι του χωραφιού. Αποθέωσε τη μηχανή του μυαλού ακυρώνοντας τα χέρια των ανθρώπων. Τη νέα σύνθεση τη συνέδεσε με έννοιες όπως «υπηρεσίες» και «γνώση». «Οικονομία των υπηρεσιών», «Κοινωνία της γνώσης». Από την άλλη, απελευθέρωσε το εκφραστικό αίτημα του καθενός. Η υπόθεση ξεκίνησε με την αναγόρευση της πολιτιστικής εκδήλωσης σε έργο τέχνης και με τη ραγδαία μαζική εισβολή στο προσκήνιο των λεγομένων δημιουργών, δηλαδή, όπως τους χαρακτήρισε κάποιος κακεντρεχής, «των καλλιτεχνών άνευ τέχνης».

τυχοδιωκτισμός. Πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός όταν πρόκειται να εγκαλέσει τους Ελληνες που εγκαταλείπουν τη χώρα τους για τυχοδιωκτισμό. Το νεοελληνικό κράτος, από τα γεννοφάσκια του, ήταν μια υπόθεση τυχοδιωκτών. Εισερχομένων και εξερχομένων. Παρασιτικών και δημιουργικών. Πεζών και φτερωτών. Δεν είναι κακό να αναγνωρίζει κανείς τη ριζιμιά συνθήκη της ύπαρξής του. Ας πάρουμε παράδειγμα τους δύο μεγαλοϊδεατισμούς που σημάδεψαν την Ιστορία του κράτους σε διάστημα δύο αιώνων. Ο πρώτος, ανατολικόστροφος, δίδυμος της αλυτρωτικής ιδεολογίας, αφήνει τα συντρίμμια του στα αποκαΐδια της Σμύρνης. Ο δεύτερος, δυτικόστροφος, με πρώτο σταθμό τη μετεμφυλιακή Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ και αποκορύφωμα την ένταξη στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, προσγειώνεται ανωμάλως στους βάλτους της χρεοκοπίας που επικυρώνεται από το Μνημόνιο του 2010. Και οι δύο αποδεικνύονται εφαρμογές ενός τυχοδιωκτισμού εθνικών διαστάσεων. Απαντούν στην ανάγκη ενός ανθρώπινου συνόλου για οράματα. Αναδεικνύουν το πρόσωπο μιας χώρας που αντιμάχεται την «πεζότητα του κόσμου», όπως έλεγε ο Χέγκελ, και περιφρονεί μια κυνική δήλωση σαν αυτή στην οποία προέβη ο πρώην καγκελάριος της Αυστρίας, ο σοσιαλδημοκράτης Φραντς Βρανίτσκι:«Οποιος βλέπει οράματα πρέπει να πάει επειγόντως στον γιατρό».