«Εν μέσω της τεχνολογίας, της παγκοσμιοποίησης και του εμπορίου, οι ανισότητες αυξάνονται. Αυτό δεν είναι μόνο ένα «ηθικό» ζήτημα. Η μικρή κατανάλωση και η μικρή αποταμίευση κάνουν κακό στην παγκόσμια ανάπτυξη. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος. Είναι λίγο σαν την παλιά μαρξιστική ιδέα ότι αν τα κέρδη αυξηθούν πάρα πολύ σε σχέση με τους μισθούς, δεν πρόκειται να υπάρχει αρκετή κατανάλωση και ο καπιταλισμός θα αυτοκαταστραφεί. Πιστεύω λοιπόν ότι εκείνη η διαίσθηση του Καρλ Μαρξ είναι σήμερα εξίσου χρήσιμη με πριν από 100 χρόνια».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον γνωστό οικονομολόγο Νουριέλ Ρουμπινί. Και αποτυπώνουν τις ανησυχίες πολλών πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, όπως τις εξέφρασαν στο πρόσφατο συνέδριο του Νταβός. Πράγματι, ο άνεμος που φυσούσε εκεί ήταν διαφορετικός από άλλες χρονιές και ο λόγος δεν ήταν μόνο κάποιες συγκρίσεις με το 1914 και οι φόβοι για την κλιμακούμενη ένταση μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Το γενικό πνεύμα ήταν ότι τα χαμηλά επιτόκια και οι ενέσεις ρευστότητας δεν αρκούν για να έρθει η ανάπτυξη. Ακόμη και μη κεϊνσιανοί οικονομολόγοι, όπως ο νομπελίστας Μάικλ Σπενς και ο Κένεθ Ρόγκοφ, επισήμαναν ότι πρέπει να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο τόσο οι Βρυξέλλες όσο και τα κράτη. Ακόμη και συντηρητικοί πολιτικοί, όπως ο Σίνζο Αμπε και ο Ντέιβιντ Κάμερον, έδωσαν έμφαση στην ανάγκη να έχει ο δημόσιος τομέας μεγαλύτερη συμμετοχή στα προγράμματα ανάκαμψης. Οι αγορές χρειάζονται έλεγχο, η αυτορύθμισή τους είναι μύθος.

Ακολούθησαν αυτήν την εβδομάδα οι ομιλίες του Μπαράκ Ομπάμα και της Ανγκελα Μέρκελ στα εθνικά τους κοινοβούλια. Και οι δύο ήταν πιο «αριστερές» του αναμενομένου. Ο αμερικανός πρόεδρος δεσμεύτηκε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και να πολεμήσει τις ανισότητες ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του Κογκρέσου. Η γερμανίδα καγκελάριος εξήγγειλε μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 63 (για όσους έχουν εργαστεί 45 χρόνια), αύξηση της βοήθειας στις μητέρες και τους χαμηλοσυνταξιούχους και έναν ενιαίο κατώτατο μισθό, παρόλο που για όλα αυτά θα χρειαστεί σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών. Μόνο το πρώτο μέτρο θα κοστίσει 160 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα 15 χρόνια. Λιτότητα είπατε; Οχι για τη Γερμανία!

Εμεινε έτσι μόνο ο Φρανσουά Ολάντ να κατηγορείται για «δεξιά στροφή» επειδή αποφάσισε να αναζητήσει την ανάπτυξη με μέτρα που ευνοούν τις επιχειρήσεις και όχι τους καταναλωτές. Ο ίδιος απαντά ότι παραμένει σοσιαλδημοκράτης και ότι το περιθώριο κέρδους των γαλλικών επιχειρήσεων (28%) είναι το μικρότερο στην Ευρώπη (στη Γερμανία υπερβαίνει το 40%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 37%). Η συζήτηση αυτή είναι μεγάλη, έχει αρχίσει πριν από τριάντα χρόνια και μπορεί να συνεχιστεί για τουλάχιστον άλλα τριάντα. Ετσι κι αλλιώς, κάθε πολιτική δεν κρίνεται από τις ταμπέλες που της βάζουν, αλλά από τα αποτελέσματά της. Το βέβαιο είναι ότι το κίνημα «Είμαστε το 99%», νίκησε. Οχι επειδή κατέλαβε τη Γουόλ Στριτ, όπως ήταν ο εναλλακτικός του τίτλος, αλλά επειδή έπεισε ότι οι ανισότητες είναι τοξικές.