Ο Καβανά ήταν γραφιάς και εκδότης. Δημοσιογραφάντζα δηλαδή, άνθρωπος που έγραφε συνεχώς και ήξερε ότι το πιθανότερο την άλλη ημέρα οι σελίδες με τα γραφτά του θα χρησίμευαν για να τυλίγουν ψάρια. Και ανεξάρτητος εκδότης, επειδή είχε όραμα που δεν μπορούσε να το εκφράσει στον μεγάλης κυκλοφορίας Τύπο, εκεί όπου αναγκαστικά λάμβαναν υπόψη τους τα χούγια και τις αναστολές της μεσαίας τάξης, του μεγάλου αγοραστικού κοινού.

Κάθε κανονικός δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του κατά βάθος πιστεύει ότι η καταξίωση είναι η διάρκεια χρήσης των κειμένων του, η υπέρβαση του εφήμερου, η καταξίωσή του περίπου με τον τρόπο ενός καλού συγγραφέα. Ο Καβανά, παρότι Γάλλος, σε μια σχολή γραφιάδων δηλαδή που έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αδιαφόρησε για το στάτους του. Αλλά ήταν ιδιαίτερα επιδραστικός. Ο τρόπος του ήταν η αυθάδεια, η σύγκρουση, η υπέρβαση των ορίων. Αλλά κυρίως η χοντρή πλάκα που δεν σταματάει πουθενά –ούτε στον Μωάμεθ, που τσαντίστηκαν οι πιστοί του, ούτε σε όσους θα έβρισκαν σεξιστικό το περιεχόμενό της ούτε στα συντηρητικά χούγια της μεσαίας τάξης.

Ο Καβανά ξεκίνησε με καλή δουλειά σε εφημερίδα. Τα παράτησε όμως γιατί ήθελε να είναι ο εαυτός του. Με μερικούς φίλους έκαναν το δικό τους περιοδικό –το έγραφαν, το τύπωναν και το διένεμαν μόνοι τους στους δρόμους. Υστερα, το 1960, με το «Hara-Kiri», και μετά το 1969 με το «Charlie Hebdo», έκαναν την πρόκληση επιστήμη. Ο ερωτισμός αλλά και η πορνογραφία, τα ναρκωτικά, η ομοφυλοφιλία, η ηθικολογία ήταν τα μόνιμα θέματά τους. Δεν είχαν άμεσο πολιτικό αντίπαλο, όμως η φλόγα που έριξαν, μαζί με άλλες παράπλευρες φλόγες, τον Μάη του ’68 τρόμαξε το κραταιό κράτος του Ντε Γκολ. Κατά βάθος δεν ήταν αυτός ο στόχος του Καβανά και των φίλων του –του Ράιζερ, που «δεν ήθελε να πεθάνει ηλίθιος» (αλλά πέθανε πρώτος), του Βολινσκί, του Τοπόρ, του «καθηγητή Σορόν», του Γκεμπέ… Ο Καβανά προέτρεπε τους αναγνώστες του να είναι ένα βήμα πιο μπροστά από τους πολιτικούς και τους πνευματικούς ηγέτες τους.

Το έντυπό του, που αυτοπροσδιοριζόταν ως «περιοδικό απαίσιο, κακό, κάκιστου γούστου», ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια να υπονομευθούν, με σκατολογία και σεξιστικά αστεία, με χοντροκοπιές, υπονοούμενα και θράσος, η τυφλή υποταγή σε ιδεολογίες και ηγέτες, η κυριαρχία της ηθικολογίας, οι επαγγελματίες διαμαρτυρόμενοι και αυτό που αργότερα αποκλήθηκε πολιτική ορθότητα.

Αν ο Καβανά ήταν Ελληνας και δεν μαθαίναμε χθες ότι πέθανε, αλίμονο στον πρωθυπουργό που θα έλεγε «με τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη του λαού». Ή αλίμονο στο δίκιο που πνίγει τη Ζωή Κωνσταντοπούλου…

Ρεπορτάζ στη σελ. 34