Ας αναλογιστούμε τι συνέβη από την ημέρα που η Ελλάδα εισήλθε στο ευρώ ώς την εκδήλωση της κρίσης: τα επιτόκια δανεισμού κατέρρευσαν, δημιουργήθηκε φούσκα στις κατασκευές, οι εμπορεύσιμοι κλάδοι συρρικνώθηκαν σε σχέση με τους μη εμπορεύσιμους, οι εγχώριες τιμές εκτοξεύτηκαν, η παραγωγικότητα απομειώθηκε, οι μέσες απολαβές αυξήθηκαν αναντίστοιχα. Ως συνέπεια, οδηγηθήκαμε σε εκτόξευση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και η χώρα βρέθηκε σε μη παραγωγικό φαύλο κύκλο, ο οποίος, όταν συνδυάστηκε με το μεγάλο χρέος και τα ελλείμματα του 2008-2009, δημιούργησε ένα τοξικό κοκτέιλ με τελική κατάληξη τον μηχανισμό στήριξης και τον διεθνή οικονομικό έλεγχο.

Σήμερα, η Ελλάδα φαίνεται να έχει επιλύσει, με μεγάλο κοινωνικό κόστος, δυο από τα τρία προβλήματα που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την κρίση. Εχουμε πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό και ένα ιστορικού χαρακτήρα πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας. Ταυτόχρονα, τα spreads των ελληνικών ομολόγων πέφτουν, το Χρηματιστήριο έχει ανεβεί, ενώ η συζήτηση για το χρέος φαίνεται επίσης ότι θα λάβει χώρα μέσα στο 2014 και ότι θα υπάρξει θετική εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά το –ρητορικού χαρακτήρα –ερώτημα παραμένει: λύθηκε το πρόβλημα;

Θα μπορούσε, φυσικά, να ισχυριστεί κανείς ότι η ελληνική κρίση δεν ήταν αμειγώς ελληνική, αλλά κρίση της αρχιτεκτονικής του κοινού νομίσματος. Η προσέγγιση αυτή έχει βάση. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν συγκράτησαν την Ελλάδα όσο βρισκόταν σε αυτό το σπιράλ της προδιαγεγραμμένης κατάρρευσης. Δεν υπήρχε, δηλαδή, το πλαίσιο που θα εμπόδιζε τη δημιουργία των «δίδυμων» ελλειμμάτων. Επίσης, σε κρίση εισήλθαν όλες οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, με άλλη αφορμή, φυσικά, η καθεμιά. Ωστόσο η καταγραφή αυτή παραγνωρίζει μια πραγματικότητα: ότι η σωρευτική ύφεση στα άλλα κράτη δεν ξεπέρασε το 10% –με την Πορτογαλία, π.χ., να βγαίνει σήμερα στις αγορές –ενώ στη χώρα μας η ύφεση υπερέβη το 25%, αριθμό αντίστοιχο με αυτόν του Μεγάλου Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ. Σχεδιαστικά λάθη προφανώς υπήρξαν, ιδιαίτερα στη δημοσιονομική λογική του προγράμματος, αλλά αυτό κατά βάση αντανακλούσε την έλλειψη πολιτικής βούλησης για υψηλότερα δάνεια, τα οποία θα επέτρεπαν χρονική επέκταση του προγράμματος, που με τη σειρά της θα επέτρεπε ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις και θα μετατόπιζε τη λιτότητα στο μέλλον. Η ιστορία της Κύπρου είναι διαφωτιστική για το αν υπήρχε δυνατότητα για καλύτερο διαπραγματευτικό αποτέλεσμα. Εξίσου διαφωτιστική είναι η αυξανόμενη άρνηση των πλουσιότερων κρατιδίων (λέντερ) της Γερμανικής Ομοσπονδίας, όπως η Βαυαρία και η Εσση, να χρηματοδοτούν στα σημερινά επίπεδα τους συγκριτικά αδύναμους συμπατριώτες τους, όπως το Βερολίνο.

Το αυτονόητο μεγάλο στοίχημα για τη σημερινή και για τις επόμενες κυβερνήσεις είναι η επανένταξη στην αγορά εργασίας περίπου ενάμισι εκατομμυρίου ανέργων, καθώς και όλων των μελλοντικών αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας και της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Πόσο πιθανό είναι αυτό να συμβεί γρήγορα και αποτελεσματικά, δεδομένου ότι τα χρόνια της ταχείας ανάπτυξης της Ελλάδας τις περασμένες δυο δεκαετίες κατορθώναμε να καλύπτουμε 30 έως 50 χιλιάδες θέσεις εργασίας τον χρόνο; Επίσης, πόσο δυνατό είναι να επαναληφθούν ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 4%-5% σε μια Ευρώπη με συγκρατημένη νομισματική πολιτική και ασφυκτικό δημοσιονομικό περιβάλλον για το σύνολο της ευρωζώνης; Και επιπλέον, σε μια πραγματικότητα όπου η δημογραφική γήρανση και η κινητικότητα κεφαλαίων περιορίζουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής φορολόγησης στα υψηλά κλιμάκια, «αδυνατίζοντας» τις προοπτικές τόνωσης της ανάπτυξης με κρατικές δαπάνες.

Αρα, το δομικό μας πρόβλημα δεν ήταν τα ελλείμματα αλλά ό,τι τα δημιούργησε: οι προβληματικοί θεσμοί, οι αστοχίες ενός πολιτικού συστήματος το οποίο, στις περισσότερες περιπτώσεις, στόχευσε στις επόμενες εκλογές και όχι στις επόμενες δεκαετίες, αλλά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένα προβληματικό εθνικό παραγωγικό μοντέλο. Ενα μοντέλο που κατέρρευσε το 2010, χωρίς να έχει ανορθωθεί στη θέση του καινούργιο, που θα βοηθούσε στη δημιουργία μιας εξωστρεφούς και ανταγωνιστικής οικονομίας, με στόχευση στις εξαγωγές, στις άμεσες ξένες επενδύσεις, στην καινοτομία.

Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν αρκετές μελέτες, με ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ιδέες, με τελευταίες τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του ΟΟΣΑ για την αγορά προϊόντος. Αλλά το πραγματικά μεγάλο στοίχημα αφορά τους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα: πολυνομία, καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, γραφειοκρατία, ανάγκη όχι απλά μεταρρύθμισης αλλά συνολικού ανασχεδιασμού του κράτους και, ενδεχομένως, μια καταλυτική θεσμική / συνταγματική πρωτοβουλία, με αλλαγή του εκλογικού νόμου αλλά και της αρχιτεκτονικής των τριών εξουσιών.

Αυτό είναι το μεγάλο μας στοίχημα.

Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι πολιτικός επιστήμονας – οικονομολόγος, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠαΣοΚ