Δεν είναι στόχος του παρόντος σημειώματος να σχολιάσει οτιδήποτε από τα τρομερά συμβάντα εκείνου του φοβερού καλοκαιριού στην Πάρο όταν καταστράφηκε η ζωή της μικρής Μυρτώς, ούτε από τη χθεσινή ακροαματική διαδικασία που είχε αποτέλεσμα την καταδίκη του δράστη.

Η κάλυψη της δίκης από τα κανάλια είχε, όπως αναμενόταν, τον χαρακτήρα ειδησεογραφικού μελοδράματος. Σύνηθες και χιλιοειπωμένο. Ωστόσο, μια γενική ενικού που αναπαραγόταν χθες σε σχεδόν όλα τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ και τυπώθηκε σε πολλά έντυπα μέσα, χάρτινα και ηλεκτρονικά, με αναγκάζει να σκεφτώ κάτι που έχουν διατυπώσει και άλλοι, αρμοδιότεροι εμού, πολύ νωρίτερα: τη γενίκευση μιας υποτίθεται αρχαιοπρεπούς χρήσης της γενικής για τα ονόματα με αρχαιοπρεπή καταγωγή: τη Μυρτώ, την Ερατώ, τη Σαπφώ, την Ηρώ αλλά και την Αργυρώ, τη Μαντώ.

Της Μυρτούς και της Μυρτούς έλεγαν και ξανάλεγαν στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Οπως άλλες φορές στο παρελθόν έχουν πει: της Ερατούς, της Ηρούς, της Σαπφούς, αλλά και της Αργυρούς και της Μαντούς.

Πάντα έχω στον νου μου τη μακαρίτισσα Σαπφώ Νοταρά, τη φοβερή καρατερίστα της ελληνικής κωμωδίας του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου –τη θυμάμαι να φωνάζει τον ανεπρόκοπο μαντράχαλο γιο της για να τον ταΐσει, όπως όταν ήταν παιδί: «Λαλάκη, την κρεμούλα σου». «Προικισμένη» με ένα αρχαιοπρεπές όνομα όταν στην Ελλάδα κυριαρχούσαν οι Μαρίες, οι Τασίες, οι Κατίνες, οι Ρούλες και οι Κούλες, ουδείς ποτέ στις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980 διανοήθηκε να μιλήσει για τις ερμηνείες της Σαπφούς. Της Σαπφώς λέγανε. Της Σαπφούς δικαιούταν να λέει μόνο ο Μποστ.

Η γενική ενικού άλλαξε όταν πλήθυναν τα αρχαιοπρεπή ονόματα αλλά, κυρίως, όταν τα χρόνια της ευμάρειας έγινε λάιφσταϊλ ο συνεχής τονισμός της αρχαιοπρέπειας. Ξαφνικά, η αρχαιοπρεπής κατάληξη φάνηκε σαν να παραπέμπει στη βεβαιότητα της ευγενούς καταγωγής, που όσο να ‘ναι χρειάζεται να την επιδεικνύεις μαζί με τα φράγκα. Και η γλώσσα ανάστησε τον νεκρό τύπο. Της Μαντούς, λοιπόν. Οπως της μυλωνούς.

Κατά καιρούς, στο βαθύ Ιντερνετ αλλά όχι μόνο, κυκλοφορούν σε συσκευασία δώρου διάφορες αερολογίες που αποδεικνύουν, υποτίθεται, την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας. Την ίδια στιγμή που η κοινή καθομιλουμένη, μηδέ της κοινής των ΜΜΕ εξαιρουμένης, αδυνατεί να εκφράσει την πολυπλοκότητα του κόσμου, η αρχαιοπρέπεια θαρρούν όσοι, συνειδητά ή ασυνείδητα, την επικαλούνται κάνει την πρόζα τους ελκυστικότερη και ευγενέστερη. Είναι για κλάματα. Παρηγοριέμαι όμως διότι, κατά βάθος, ξέρω καλά ότι η ευθανασία της χώρας με τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της έχει ήδη αρχίσει από τη γλώσσα της.