Είναι αυτό το αίσθημα της φυγής και του «βίρα τις άγκυρες» που έχει ο Ελληνας στο αίμα του. Αυτό που αισθάνεται πολύ Κολόμβος, όχι με την έννοια του «Ηπείρους, νησιά, χερσονήσους ανακαλύπτω, ο Χριστόφορος», αλλά πιο κοντά στην έννοια της απόδρασης.

Από καταβολής του ελληνικού ελαφρού ου μην αλλά και του λαϊκού τραγουδιού, η προτροπή για έξοδο από αυτή τη λατρεμένη γη με τους απρόβλεπτους κατοίκους ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Ολοι, συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές, ξεσηκώναν τον κόσμο για ταξίδια μακρινά, σε μέρη άγνωστα, με θάλασσες σμαράγδια, με κοκοφοίνικες και στην άμμο ξαπλωμένα κορμιά φιδίσια καμωμένα σαν εξωτικά. Πολλές φορές λειτούργησε και ως πολιτική λύση στο αιώνιο πρόβλημα του εκάστοτε πολιτικού αδιεξόδου, καλή ώρα.

Θυμάμαι με τη λάβρα φωνή απειλούσε ο τότε τραγουδιστής το κοινό του. Προσέξτε καλά, τους έλεγε, γιατί αλλιώς «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν, θα την περνάω φίνα, θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν, θα φύγω σ’ έναν μήνα».

Στη δεκαετία του ’50 υπήρξε επίσης μια έξαρση φυγής, με εμμονή σε τροπικές νήσους. Ολοι στη μετεμφυλιακή Ελλάδα λαχταρούσαν κι έλεγαν με φωνή μελιστάλαχτη και μάτια γλαρά ότι «σε μαγικά νησιά θέλω να βρεθούμε, κιθάρες μαγικές να μας τραγουδούνε, στ’ όμορφο νησί μας στη Χαβάη».

Η Βασιλειάδου βεβαια τη σκηνή την έλεγε «Χαβουάη». Φορούσε χόρτινη φούστα, μια αρμαθιά αγκινάρες για λουλουδένιο κολιέ και δώσ’ του να χορεύει χούλα χούλα. Αριστούργημα. Ενα όνειρο. Ενα τοτέμ. Μνημείο.

Εκείνη την εποχή παράλληλα μεγάλη πέραση είχε η Αργεντινή. Αρτζεντίνα και ξερό ψωμί. Μην κοιτάς τώρα που λένε το ψωμί ψωμάκι, γιατί μετά θα κοιτάξεις και κατά Ελλάδα μεριά και δεν μας συμφέρει.

Τότε λοιπόν μια γυναικεία φωνή σε αναψυκτήριο στο Πέραμα διαλαλούσε κι έλεγε: «Καουμπόι είναι ο δικός μου / Σε ραντς του Νέου Κόσμου. / Τριγύρω του στη χλόη / Μαζεύει όλο το σόι / Των Ράντσερς Καουμπόις».

Για να της απαντήσει από την Αίγλη Ζαππείου ένας καλλικέλαδος συνάδελφός της ότι, ναι, θα την πάρει στο ράντσο του και θα κάνουνε μια ωραία εικόνα με «Ολόγυρα βουβάλια / χιλιάδες κεφάλια / στη μέση εσύ».

Γενικά υπήρχε μεγάλη διάθεση για μετανάστευση. Ισως γιατί είχε γίνει τότε γνωστό τοις πάσι ότι «Στο Τσουμποτσάμπο χορεύουνε μάμπο. / Μάμπο χορεύουνε στο Τσουμποτσάμπο». Και ότι «Στο Αλακαλακούμπα / τρελαίνονται για ρούμπα α για για γιαααα. / Εκεί βγήκε η σάμπα / Εκεί και το καράμπα / Α για για γιαααα».

Μετά ήρθαν άλλες εποχές πιο ανέμελες, πιο ξεχειλωμένες. Τραγούδαγε ο Ελλην «Στη Χονολουλού, στη Χονολουλού». Η Πωλίνα έλεγε στα αγόρια της να «πάνε για τρέλες στις Σεϋχέλλες».

Νομίζω, μέσα στη γενικότερη αυτή τάση του Ελληνα για φυγή, πρέπει να δούμε και τη φράση της Αφροδίτης αλ Σάλεχ που είπε «Ετσι και βγει ο ΣΥΡΙΖΑ εγώ θα φύγω απ’ την Ελλάδα».

Μόνο που δεν μας είπε που θα πάει. Χονολουλού. Αλακαλακούμπα, Τσουμποτσάμπο; Αργεντινή δεν το βάζω γιατί είναι η λατρεμένη του Τσίπρα και μπορεί να την ταράξει την Αλ Σάλεχ.

Είχα κάποτε μια ωραία βρεμένη σανίδα. Πήγα και την πέταξα. Είδες, όλα χρειάζονται κάποια στιγμή.

Πάντως, για να πω και γω την αμαρτία μου, πολύ με έχει καταλάβει και μένα αυτό το «παμε γι’ αλλού». Εβγαινα χθες κι όπως πήγαινα για ταξί ακούω να φωνάζει μια κυρία απ’ το μπαλκόνι στον γιο της.

Γιε μου, πού πας;

Σταματάω αμέσως κι όρθιος στη μέση του δρόμου απαντάω στη ξένη γυναίκα, στεντορεία τη φωνή:

Μάνα, θα πάω στα καράβια.