Πλήθος νέων στοιχείων που «ξαναγράφουν» την ιστορία της ναυτιλίας ελληνικής πλοιοκτησίας και της ένταξης του ελληνικού χώρου στο διεθνές σύστημα εμπορίου φέρνει η έρευνα του Ιονίου Πανεπιστημίου σε οθωμανικά, ιταλικά, μαλτέζικα και άλλα δυτικοευρωπαϊκά αρχεία.

Ο λόγος που νέος αέρας έπνευσε στα πανιά της έρευνας της ναυτιλίας του 18ου αιώνα και που έφερε ανατροπές στη μέχρι τώρα ιστορική αφήγηση λέγεται «Αμφιτρίτη». Πρόκειται για βάση δεδομένων που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, από το 2004 μέχρι το 2007. Για πρώτη φορά ερευνήθηκαν αρχεία δυτικοευρωπαϊκά και οθωμανικά σε σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Στην έρευνα πήραν μέρος δεκατέσσερις έλληνες καθηγητές, διδάκτορες και υποψήφιοι διδάκτορες, αλλά και έξι ξένοι ιστορικοί: ένας Τούρκος, δύο Ιταλοί, δύο Μαλτέζοι και ένας Ολλανδός. Και φωτίστηκε με νέα δεδομένα ο ελληνικός 18ος αιώνας, σε διεθνές μάλιστα πλαίσιο οικονομικής ιστορίας, αιώνας που για κάποιους από τους καλύτερους σύγχρονους έλληνες ειδικούς, όπως ο Γιώργος Δερτιλής και ο Βασίλης Κρεμμυδάς, έσερνε ακόμη πολλά ερωτηματικά πίσω του.

Η επιτυχία της έρευνας χρωστάει πολλά στα αναλυτικά αρχεία των υγειονομείων, υγειονομικών θεσμών που δημιουργήθηκαν για να πολεμήσουν τη διάδοση της πανώλης και άλλων θανατηφόρων μεταδοτικών ασθενειών που θέριζαν τότε.

Μία δε από τις πιο γοητευτικές πτυχές της, λέει η καθηγήτρια Ναυτιλιακής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τζελίνα Χαρλαύτη, είναι ότι μέσω αυτής βρέθηκαν αναλυτικά τα ίχνη της προηγούμενης ζωής των ηρώων του ’21, πριν γίνουν ήρωες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ανδρέα Βώκου, του γνωστού μας Μιαούλη, που η έρευνα τον συνάντησε σε όλα τα λιμάνια και σε όλα τα αρχεία: Κωνσταντινούπολη, Βενετία, Τεργέστη, Μάλτα, Λιβόρνο, Γένοβα, Μασσαλία, Βαρκελώνη. Σαράντα τρία ταξίδια του Μιαούλη από το 1787 μέχρι το 1816. Αλλοτε με την πολάκα «Αγιος Νικόλαος», φορτωμένη σιτηρά, να ξεκινάει με πλήρωμα 27 ανδρών από τον Παγασητικό για τη Μάλτα, άλλοτε να συνεργάζεται με έναν έμπορο και κουρσάρο Χατζημανώλη στο Πορτ Μαχόν της Μινόρκας, άλλοτε να ταξιδεύει με οθωμανική και άλλοτε με ρωσική σημαία και με την πολυτελή νάβα «Αχιλλεύς». Το 1803 η έρευνα τον παρακολουθεί σε ένα ταξίδι δυόμισι μηνών, από τη Σεβαστούπολη στη Γένοβα, αφού πρώτα έπιασε Κωνσταντινούπολη και Υδρα και έμεινε καραντίνα 24 ημέρες στην Τροπέα.

Στο τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων η «ναυτική πολιτεία» Ιονίου και Αιγαίου διέθετε πάνω από 1.800 ναυτικές οικογένειες, πολλαπλάσιες ναυτιλιακές επιχειρήσεις, 18.000 ναυτικούς σε 38 νησιά και πόλεις-λιμάνια του Ιονίου και του Αιγαίου. Ο ποντοπόρος εμπορικός στόλος έφτασε να διαθέτει πριν από την Επανάσταση 950 σκάφη χωρητικότητας 120.000 τόνων, εξοπλισμένα με 5.670 κανόνια αλλά και τουφέκια, πιστόλια και μαχαίρια. Ο «στόλος των Γραικών», όπως λεγόταν, έφτανε μέχρι τις βόρειες ευρωπαϊκές θάλασσες και τον Ατλαντικό. Συνέχισε δε να κάνει εμπορικές μεταφορές και στη διάρκεια της Επανάστασης.

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα και πρωτότυπα για την ελληνική βιβλιογραφία κεφάλαια του βιβλίου, γραμμένο από τον μεταδιδάκτορα ερευνητή Απόστολο Δελή και έκτασης 70 σελίδων, είναι το σχετικό με τους τύπους των πλοίων που χρησιμοποιούσαν έλληνες πλοιοκτήτες από το 1700 έως το 1821. Από τις σελίδες του κεφαλαίου παρελαύνουν ονόματα όπως (με βάση τη γάστρα) βομβάρδα (μπομπάρδα), γαλιότα, καΐκι (σαΐκα), κιρλαγκίτσι, λόντρα, μαρσιλιάνα, μαρτιγάνα (Μαρτίγος), μίστικο (σεμπέκ), πίγκος, πιελέγκο, ταρτάνα, τραμπάκολο, τσερνίκι, φελούκα, φρεγάτα (φρεγαδόν) ή, με βάση την ιστιοφορία: γολέτα, κέκια, κότερο, λατινάδικο, μπρατσέρα, μπριγαντίνι, μπρίκι, νάβα, πολάκα, σακολέβα. Ολα αυτά με το μέγεθος, τη χωρητικότητα, τον αριθμό του πληρώματός τους, τον αριθμό των πλοίων ανά τύπο και περιοχή και πλήθος ακόμα σημαντικών στοιχείων.

Σε άλλο κεφάλαιο βρίσκουμε και τα επίθετα ναυτικών οικογενειών, μερικά από τα οποία συνεχίζουν την παράδοση μέχρι σήμερα.