Ο αγώνας μας απέναντι στο ρολόι είναι πανάρχαιος. Τον 2ο αιώνα π.Χ. ο ρωμαίος κωμωδιογράφος Πλαύτος θρηνούσε: «Οι θεοί καταδικάζουν τον άνθρωπο που βρήκε πώς να ξεχωρίσει τις ώρες!». Την ίδια ώρα επετίθετο εναντίον του κεντρικού ηλιακού ρολογιού της πόλης, που «κόβει και καταστρέφει τις ημέρες μου τόσο αισχρά!». Χιλιάδες χρόνια αργότερα, τι θα έλεγε ο Πλαύτος για αυτόν τον κόσμο των διαρκών μηνυμάτων, κλήσεων και παραγωγικών εφαρμογών που στοιχειώνουν τις ημέρες αλλά και τις νύχτες μας;

Η χρήση του ρολογιού εξαπλώθηκε μαζί με την αυξανόμενη επιθυμία για βεβαιότητα και τάξη, χωρίζοντας τον χρόνο με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια σε ξεκάθαρες μονάδες τις οποίες θα μπορούσαμε να ξοδεύουμε, να φυλάμε ή να σκορπάμε. Κι όμως, παρότι ο σύγχρονος ζήλος να επιτυγχάνουμε πράγματα μπορεί να αποτελεί κίνητρο αποτελεσματικότητας, συνοδεύεται από ένα υψηλό κόστος. Τι μπορούμε να κερδίσουμε από μια ημέρα απαλλαγμένη από την τυραννία του ρολογιού, που θα την περάσουμε τριγυρίζοντας και φιλοσοφώντας;

Στη σύγχρονη εποχή, δεν μας αρέσει καθόλου ο χρόνος που δεν είναι θρυμματισμένος, το είδος που αγαπούσε ο σκωτσέζος συγγραφέας Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Απολάμβανε μια ημέρα που περνούσε χωρίς να νοιάζεται για τον χρόνο, περπατώντας, σκεπτόμενος και ξαπλώνοντας στην άκρη του δρόμου όταν ήθελε. Τότε φαινόταν «σχεδόν σαν να έφθασε η στιγμή που θα πετάξουμε τα ρολόγια μας και δεν θα σκεφτόμαστε πια για τον χρόνο και τις εποχές», έγραψε το 1876.

Στο πέρασμα των αιώνων αποδεχθήκαμε την ψευδαίσθηση ότι επιβληθήκαμε στον χρόνο επειδή πειθαρχήσαμε σε αυτόν. Σε όλη την Ευρώπη, οι καμπάνες των μεσαιωνικών μοναστηριών χτυπούσαν για φαγητό, ύπνο και προσευχή. Και καλύψαμε όλα τα κενά μέσα από τα οποία θα μπορούσε να γλιστρήσει η περιέργειά μας σήμερα. Γιατί η περιέργεια θα μπορούσε να μας εκτροχιάσει όπως έμαθε ο ιταλός ποιητής Πετράρχης, την άνοιξη του 1336, όταν ανέβηκε σε ένα βουνό, «χωρίς κίνητρο, έτσι με την επιθυμία να απολαύσω το επιβλητικό του ύψος».

Μόνο η Αναγέννηση σεβάστηκε την τάση μας να σκοτώνουμε την ώρα. Ο άγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς αποκάλεσε την περιέργεια ως «το μοναδικό πάθος» που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα. Ακόμα καλύτερα, ήταν «ένας πόθος του μυαλού, ο οποίος με την επιμονή της απόλαυσης στη διαρκή και ακούραστη γενεά της γνώσης ξεπερνά τη σύντομη ορμή οποιασδήποτε σαρκικής απόλαυσης».

Ισως κανείς δεν το ήξερε αυτό καλύτερα από τους φλανέρ της Γαλλίας στις αρχές του 19ου αιώνα, που αναζητούσαν το άγνωστο περπατώντας, ή τους αμερικανούς αλήτες-ποιητές στις αρχές του 20ού αιώνα. Το καλοκαίρι του 1912, ο ποιητής Βασέλ Λίντσεϊ ξεκίνησε την περιπλάνησή του φορώντας ένα βελούδινο κοστούμι, περπατώντας «και διαλογιζόμενος για τους δρόμους της μοίρας» ενώ κήρυττε το «ευαγγέλιο της ομορφιάς» σε όσους συναντούσε από το Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόι, το Μιζούρι, το Κάνσας έως το Κολοράντο και το Νιου Μέξικο. Ολο αυτό το διάστημα δεν νοιάστηκε ούτε μία στιγμή πόσο χρόνο χρειαζόταν για να πάει από το ένα μέρος στο άλλο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι μπίτνικ της Αμερικής ακολούθησαν, απορρίπτοντας τη σύμβαση του ρολογιού για να πάρουν τους δρόμους. Εν τω μεταξύ, ο γάλλος θεωρητικός Γκι Ντεμπόρ, οργισμένος εναντίον της μονολιθικότητας της καθημερινής προβλεψιμότητας, διαμόρφωσε το θεωρητικό πλαίσιο με τη θεωρία της περιπλάνησης, «ένα παιχνίδι ελευθερίας» που έστειλε τους φίλους του στο Παρίσι να περπατούν άσκοπα. Οι περιπλανήσεις τους ήταν καλλιτεχνικό γεγονός, υποστήριξε ο Ντεμπόρ, προτρέποντάς τους να γίνουν «αφεντικά και κάτοχοι των ζωών τους».

Οπως ήταν φυσικό, οι πουριτανοί αντιτάσσονταν πάντα σε οποιαδήποτε προσπάθεια απελευθέρωσης. Το 1577 ο προτεστάντης ιερέας Τζον Νόρθμπρουκ αποκάλεσε την οκνηρία «την πηγή απ’ όπου προέρχονται χίλια κακά» όπως «η πορνεία, η κλεψιά, ο φόνος, η μοιχεία, η ψευδορκία, η ειδωλολατρία και πολλά άλλα».

Ομως για τους καλλιτέχνες η απραξία ήταν πηγή ελευθερίας. Ο Στίβενσον το 1876 έγραψε την «Απολογία των οκνηρών», καταγράφοντας τη διαρκή απασχόληση ως «σύμπτωμα ανεπαρκούς σφρίγους». Τον 20ό αιώνα ο Μαρσέλ Ντισάν απολάμβανε τόσο συχνά να κάθεται στη γεμάτη μπανιέρα του –που βρισκόταν στο κέντρο του στούντιό του –ώστε είχε εγκαταστήσει ένα σκοινί που του επέτρεπε να ανοίγει την εξώπορτα χωρίς να χρειάζεται να σηκώνεται. «Κατά βάθος είμαι πολύ τεμπέλης», έλεγε. «Μου αρέσει να ζω, να αναπνέω περισσότερο από το να δουλεύω». Ο γάλλος συγγραφέας Ενρί-Πιερ Ροσέ έλεγε για τον φίλο του ότι «το καλύτερο έργο του Ντισάν είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί τον χρόνο».

Ο νεοϋορκέζος καλλιτέχνης Ρέι Τζόνσον έκανε παραστάσεις με τα περίφημα Τίποτα ως αντίδραση στα Δρώμενα του καλλιτεχνικού κόσμου στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Και ο συνθέτης Τζον Κέιτζ πίστευε στη δύναμη του ζεν να επιτύχεις το τίποτα. «Οταν έχεις κατακτήσει το τίποτα, τότε είσαι ελεύθερος να αποδεχθείς κάποια από τα κάτι», έγραψε.

Η λατρεία που δείχνουμε στη διαχείριση του χρόνου αρνείται το κουράγιο που δείχνουν οι οκνηροί βγαίνοντας έξω από τη νόρμα του χρόνου, καθώς κάνουν την κρίσιμη ανταλλαγή: περιορίζουν την παραγωγή με αντάλλαγμα την απελευθέρωση. Οταν πέθανε ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό, είχε εκδώσει μόλις δύο βιβλία. Στα δάση της Μασαχουσέτης όχι μόνο έψαχνε τη μοναξιά αλλά ακολουθούσε ένα αντισυμβατικό πρόγραμμα σκαλίζοντας τα φασόλια του στις 5 τα χαράματα και παρατώντας τα το μεσημέρι για «άλλες δουλειές», όπως να πιάσει φιλίες με σκίουρους ή να ξαπλώσει δίπλα σε μια πηγή διαβάζοντας Ομηρο. «Ηθελα να ζήσω βαθιά και να ρουφήξω όλο το μεδούλι της ζωής», έγραψε.

Η αποβλακωτική σύγχρονη εμμονή με την παραγωγικότητα αρνείται τη διάθεση της στιγμής και την ελευθερία που απαιτεί η ζωή στο φουλ. Πρέπει να τολμάμε να χαλαρώνουμε τη λαβή μας στον χρόνο για μία ημέρα ή ακόμα και μία ώρα, πετώντας ρολόγια και iPhones, αφήνοντας τον εαυτό μας μπροστά στη συγκίνηση του να μη γνωρίζουμε τι θα γίνει μετά.

Η Τζέσικα Κέρβιν Τζένκινς είναι συγγραφέας των βιβλίων «Ολος ο χρόνος του κόσμου: Ενα βιβλίο για τις ώρες» και «Εγκυκλοπαίδεια του εκλεκτού: Ανεκδοτολογική ιστορία των κομψών απολαύσεων»