Η είδηση σχεδόν δεν προσέχθηκε –και είναι «λογικό», η χιονοστιβάδα «μεγάλων» γεγονότων πνίγει στο περιθώριο τα μικρά. Συμπυκνώνει, όμως, τη δομική παθογένεια μιας κοινωνίας, της ελληνικής, η βασική ιδεολογία της οποίας στην ευμάρεια είναι ο μηδενιστικός ευδαιμονισμός και στην κρίση ο μηδενισμός –σκέτος.

Την προηγούμενη εβδομάδα, άγνωστοι έσπασαν από τη βάση και γκρέμισαν τον «Ποσειδώνα», ένα από τα μοντέρνα γλυπτά του Γιώργου Ζογγολόπουλου (1903-2004) που έχουν στηθεί στο Ψυχικό. Γιατί άραγε; Μήπως αθέλητα –είχαν πιει ένα ποτήρι παραπάνω και ξέσπασαν σε ό,τι βρήκαν μπροστά τους; Ή μήπως ηθελημένα; Μήπως επειδή τα συγκεκριμένα γλυπτά δεν περιβάλλονται με το κύρος κάποιας παράδοσης που δοξάζουν η εκπαίδευση και η εθνική ιδεολογία;

Ηθελημένα ή αθέλητα, πάντως, η μνήμη περιβάλλεται με λίγο περισσότερο σεβασμό από ό,τι εκπροσωπεί το παρόν και το μέλλον. Αν, ας πούμε, είχε στηθεί στο σημείο ένα ομοίωμα Καρυάτιδας, ή έστω το άγαλμα ενός στρατηλάτη που κατήγαγε μια κάποια νίκη, ίσως να μην το πείραζαν το μνημείο. Ακόμα και ο απόλυτος μηδενισμός, είτε από στάση ζωής είτε από αγραμματοσύνη, υποχωρεί μπροστά στην αίσθηση του σεβασμού με την οποία περιβάλλεται το παρελθόν.

Αλλά κάτι που εκπροσωπεί το μέλλον, στη σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει παρόν. Και ο μοντερνισμός, στη ζωή, στην πολιτική αλλά και στις τέχνες, πρωτίστως στοχεύει στο μέλλον. Επιδιώκει να οργανώσει τη ζωή όχι κοιτάζοντας πίσω, στο παρελθόν και στην επίκλησή του, αλλά μπροστά, σε ό,τι σήμερα επιδιώκουμε να χτίσουμε για το αύριο.

Η ελληνική κοινωνία, όμως, έχει πρόβλημα και με το σήμερα και με το αύριο. Οχυρωμένη στους ιδεολογικούς αρχαϊσμούς της, αδυνατεί να σχεδιάσει τη ζωή και να προχωρήσει δυναμικά στην υλοποίηση του σχεδιασμού της. Υποταγμένη σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που, στη βάση του, δεν εξοπλίζει με γνωστικά εφόδια τους νέους, είναι ευεπίφορη στα εθνικά κλισέ –ακόμα και αν τα θυμάται μόνο για να δικαιολογήσει μια υπερηφάνεια την οποία δεν μπορεί να δικαιολογήσει με σημερινά δεδομένα. Γαλουχημένη με την υποταγή στον πολιτικό εκπρόσωπο (από τον οποίο περίμενε διορισμό και εξασφάλιση) και στα πακέτα (τα οποία, για τη μεγάλη πλειονότητα, εκπροσωπούσαν τη σύγχρονη Ευρώπη), πιάνεται απελπισμένη από τα μαλλιά της: φαντασιώνεται όχι το ορμητικό ξεπέρασμα της κρίσης αλλά την τιμωρία.

Η ελληνική κοινωνία, παραλυτική, αδυνατεί να χτίσει ένα καινούργιο όραμα. Κι όποιοι, ανάμεσά της, με τον τρόπο τους, προτείνουν κάποια εκδοχή του, είναι ξένοι. Σαν τα έργα του Ζογγολόπουλου. Για γκρέμισμα.

Στην ελληνική κοινωνία, σήμερα, περισσεύουν οι (κατά Παλαμά) γκρεμιστές και είναι ελάχιστοι οι χτίστες.