Η διεθνής διπλωματία έχει τις φυλές και τις φατρίες της. Μεταξύ διαφόρων τύπων, ξεχωρίζει η κλασική –και λίγο βαριά –φυσιογνωμία του γερμανού διπλωμάτη, με τις μπαλάφρες –ουλές για τους μη γνωρίζοντες –ξιφασκίας και τα γένια. Γενειοφόρος και με σοβαρό παράστημα είναι και ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα Βόλφγκανγκ Ντολτ. Θεωρείται ικανός και δεν αποτελεί σύμπτωση ότι επί των ημερών του ήταν που το Βερολίνο απέκτησε σωστή εικόνα προσώπων και καταστάσεων στη χώρα μας. Ο προκάτοχός του δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο –κάτι που εξηγεί και τη σημασία της αντικατάστασής του.

ΑΝ είναι να κάνεις μια δήλωση για ένα δραματικό συμβάν, πρέπει να βρεις τον σωστό τόνο. Αυτό θέλει εμπειρία, θέλει ταλέντο, θέλει και ένστικτο. Ο Ντολτ τοποθετήθηκε εύστοχα –τρόπος του λέγειν –μετά τις βολές των Καλάσνικοφ. Με την έννοια ότι αντιμετώπισε το συμβάν ως ενισχυτικό των σχέσεων Αθήνας – Βερολίνου και αναφέρθηκε στην κυβέρνηση και στις Αρχές ψάχνοντας αυτά που ενώνουν αντί για αυτά που χωρίζουν τους λαούς. Ο Ντολτ μίλησε επίσης θέλοντας να προλάβει οποιαδήποτε ανθελληνική παρενέργεια του συμβάντος. Γι’ αυτά είναι, άλλωστε, οι διπλωμάτες αν ξέρουν τη δουλειά τους.

Η γερμανική πρεσβεία του Χαλανδρίου έχει δεχθεί ρουκέτες πριν από τις σφαίρες. Ηταν το 1999, ακριβώς επάνω στον πόλεμο του Κοσόβου. Η επίμονα φιλειρηνική Γερμανία είχε εμπλακεί στις τότε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ –τις οποίες διευκόλυνε τα μάλα η κυβέρνηση Σημίτη. Εξού και η ρουκέτα που εντασσόταν, πάντως, στο γενικότερο αντιδυτικό μένος του τελευταίου κύματος του ελληνικού εθνικισμού. Από το 2000 και μετά αυτά τελείωσαν. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα έχουμε τους πυροβολισμούς. Δεν χρειάζεται πολλή φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς ότι αυτοί έρχονται ως αντίδραση του ακραίου πολιτικού περιθωρίου στην υπερέκθεση του ρόλου της Γερμανίας στην ελληνική κρίση. Αλλά και στην ταύτιση του Βερολίνου με την πολιτική της λιτότητας.

Ο ήπιος τόνος του Ντολτ υποδεικνύει ότι οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται πόσο εκρηκτική και συνάμα πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση στην Ελλάδα. Ξέρουν επίσης ότι δεν πρέπει να δικαιώσουν με μια φραστική έξαρση την ενοχοποίησή τους για όσα συμβαίνουν. Οχι όμως ότι η γερμανική συντεταγμένη Πολιτεία επιφυλάσσει ήπια μεταχείριση σε φαινόμενα τρομοκρατίας. Τη δεκαετία του 1970, το γερμανικό κατεστημένο αντέδρασε με όλα τα μέσα στην έξαρση της δράσης της ομάδας Μπάαντερ – Μάινχοφ –υπόθεση που κατέληξε στα «λευκά κελιά» της φυλακής Στανχάιμ όπου βρέθηκαν απαγχονισμένοι οι κύριοι πρωταγωνιστές. Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί δεν θα κάθονται να τους βάζουν σημάδι διάφοροι. Αν εκφράζεται εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση είναι γιατί η εικόνα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης είναι πολύ καλή και γιατί υπάρχουν αποτελέσματα σε πολλά μέτωπα.

ΤΕΛΟΣ, αν ο Ντολτ είναι προσεκτικός, είναι γιατί η γερμανική πρεσβεία –όπως και οι άλλες δυτικές πρεσβείες –έχει αντιληφθεί ότι τα άκρα κερδίζουν έδαφος στην ελληνική πολιτική. Ακόμη και αυτοί που δεν ψηφίζουν κόμματα ακραία, συμμερίζονται κάποια στοιχεία της ατζέντας τους. Επίθεση χωρίς θύμα, οι πυροβολισμοί κατά της γερμανικής πρεσβείας στόχευαν στο να λειτουργήσουν συμβολικά, να διεγείρουν τα πάθη και, κυρίως, στο να διεκδικήσουν την επιδοκιμασία της σιωπηλής αλλά οργισμένης πλειοψηφίας.