Δύο θεωρητικοί φυσικοί χάνονται σε ένα βουνό. Ο ένας από αυτούς βγάζει από το σακίδιό του έναν χάρτη και τον μελετά για λίγο. Επειτα γυρίζει προς τον συνάδελφό του και του λέει: «Εϊ, το βρήκα. Ξέρω πού είμαστε». «Πού είμαστε;» τον ρωτάει ο άλλος. «Βλέπεις εκείνο το βουνό απέναντι;». «Ναι». «Είμαστε εκεί ακριβώς».

Το ανέκδοτο αυτό ήταν το αγαπημένο ενός βραβευμένου με Νομπέλ εμπειρικού φυσικού. Τον διασκέδαζε αφάνταστα επειδή στηλίτευε τη χαλαρή σχέση που είχαν με την πραγματικότητα οι θεωρητικοί συνάδελφοί του. Ο Τζεφ Φόρσοου, καθηγητής Φυσικής και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, το άκουσε πρώτη φορά –πού αλλού; –σε ένα συνέδριο Φυσικής. Και το διηγήθηκε στην εφημερίδα Ομπζέρβερ, οι συντάκτες της οποίας αναρωτήθηκαν τι μπορεί να «γαργαλάει» το μυαλό των επιστημόνων, τι μπορεί να τσιγκλάει τις αισθήσεις αυτού του αυστηρά ορθολογικού κόσμου της έρευνας.

Το αποτέλεσμα δεν είναι, ασφαλώς, προϊόν ενός επιστημονικού πειράματος. Αλλά είναι μία σειρά από ανέκδοτα όπου στη θέση των «Πόντιων» εναλλάσσονται οι φυσικοί, οι στατιστικολόγοι και οι βιολόγοι και όπου αντί για τον Τοτό πρωταγωνιστούν τα ποζιτρόνια και ο άγνωστος Χ.

Οι θεωρητικοί φυσικοί έχουν την τιμητική τους και στην ιστορία ενός πάμπλουτου επιχειρηματία που αναθέτει στους καλύτερους βιολόγους, στατιστικολόγους και φυσικούς να προβλέψουν με ακρίβεια τα αποτελέσματα των ιπποδρομιών. Οι βιολόγοι τού απαντούν ότι μπορούν να κατασκευάσουν στο εργαστήριο ένα γενετικά ανίκητο άλογο, θα χρειαστούν όμως 200 χρόνια και 100 δισ. δολάρια. Οι στατιστικολόγοι λένε στον μεγιστάνα ότι οι προβλέψεις τους θα έχουν μόλις 10% πιθανότητες να επαληθευτούν. Μόνο οι φυσικοί υποστηρίζουν ότι μπορούν να προβλέψουν το αποτέλεσμα εύκολα και γρήγορα. «Πώς;» τους ρωτάει ο επιχειρηματίας με το πρόσωπό του να φωτίζεται. «Αρκεί να απλοποιήσουμε το πρόβλημα» του απαντούν εκείνοι. «Εστω σώμα μάζας m που κινείται χωρίς τριβές…».

Πιθανότατα, ένας θεωρητικός φυσικός θα απαντούσε ότι στατιστικολόγος είναι κάποιος που όταν σε βλέπει να έχεις το κεφάλι σου χωμένο σε ένα ψυγείο και τα πόδια σου σε ένα φούρνο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κατά μέσο όρο βρίσκεσαι σε μια ευχάριστη και άνετη θέση. Ενας μαθηματικός θα έλεγε κάπως αφηρημένος ότι υπάρχουν δέκα είδη ανθρώπων στον κόσμο, αυτοί που καταλαβαίνουν τα δυαδικά συστήματα και αυτοί που δεν τα καταλαβαίνουν. Και ο Χ θα καθόταν λυπημένος στη γωνιά του σε ένα πάρτι συναρτήσεων κι αν τον ρωτούσε κάποιος «εσύ γιατί δεν ολοκληρώνεσαι;», εκείνος θα απαντούσε έτοιμος να βάλει τα κλάματα: «Αφού δεν κάνει καμία διαφορά».

Να πώς αυτό το (θεωρητικά) αυστηρό Σύμπαν, αυτός ο κόσμος σοβαρότητας γίνεται ένας κόσμος ιλαρότητας. Και έχει πλάκα.