Τα κρύα χειμωνιάτικα πρωινά, όταν ήμουν παιδί στη Μαδρίτη, οι οικιακές βοηθοί δεν περπατούσαν. Ετρεχαν πάντα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος προσπαθώντας να ζεσταθούν μέσα από τα λεπτά σακάκια τους. Θυμάμαι, επίσης, άνδρες με σκούρο δέρμα να περπατούν αργά, κρατώντας φθηνές βαλίτσες. Τους παρατηρούσα και αναρωτιόμουν εάν κρύωναν και αυτοί. Ομως κρατούσα τις ερωτήσεις για τον εαυτό μου.

Τη δεκαετία του ’60, η περιέργεια ήταν επικίνδυνη για τα παιδιά στην Ισπανία. Παντού γύρω μας υπήρχαν φωτογραφίες χαμογελαστών ανθρώπων που δεν είχαμε συναντήσει ποτέ. Ποιοι ήταν; Θείοι, ξαδέλφια, άλλοι συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι –όλοι νεκροί. Πώς πέθαναν; Πριν από πολύ καιρό, αλλά πώς; Και γιατί; Στη διάρκεια του πολέμου ή μετά, αλλά, μας έλεγαν, ήταν μια πικρή, τρομερή ιστορία που καλύτερα να μη γνωρίζαμε.

Για εμάς τα παιδιά, ο πόλεμος ήταν μια μυστηριώδης σύγκρουση για την οποία κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει, αν και οι αναμνήσεις του στοίχειωναν τα μάτια των μεγάλων, μια ανοιχτή πληγή. Μάθαμε να μη ρωτάμε, προτού ακόμα διαβάσουμε τους στίχους του Χάιμε ντε Μπιέντμα: «Απ’ όλες τις ιστορίες στην Ιστορία, η πιο θλιβερή είναι της Ισπανίας, επειδή είχε άσχημο τέλος». Ακόμα και σήμερα οι Ισπανοί δεν θέλουν να θυμούνται.

Ζήσαμε σε μια φτωχή χώρα, αλλά συνηθίσαμε. Ημασταν πάντα φτωχοί, ακόμα και όταν οι βασιλείς της Ισπανίας ήταν οι άρχοντες του κόσμου. Η φτώχεια ήταν πάντα η κοινή μας μοίρα και μέσα σε αυτήν αισθανόμασταν πάντα αξιοπρεπείς. Οταν ρίχναμε κατά λάθος το ψωμί, μας έβαζαν να το σηκώσουμε, να το φιλήσουμε και να το ξαναβάλουμε στο τραπέζι. Και υπήρχε πάντα αυτή θλίψη και η ανησυχία των μεγάλων όταν έβλεπαν αστυνομικούς στον δρόμο. Αργότερα, μας είπαν ότι έπρεπε να ξεχάσουμε για να οικοδομηθεί η δημοκρατία.

Και ξεχνώντας τα άσχημα, σβήσαμε και τα καλά. Χάσαμε την επαφή με την παράδοσή μας, με τις αξίες που τώρα θα μπορούσαν να μας βοηθήσουμε να ξεπεράσουμε αυτήν τη νέα φτώχεια που υπάρχει γύρω μας. Σήμερα δεν είμαστε απλώς φτωχοί, είμαστε χαμένοι, έκπληκτοι και συγχυσμένοι. Εάν μας έβλεπαν οι παππούδες μας θα γέλαγαν και μετά θα πέθαιναν από ντροπή. Διότι οι Ισπανοί, οι οποίοι επί αιώνες ήξεραν να είναι φτωχοί με αξιοπρέπεια, δεν υπήρξαν ποτέ πειθήνιοι. Ποτέ. Μέχρι σήμερα.