Είμαστε βουτηγμένοι στην κατάθλιψη όλοι· δηλαδή σχεδόν όλοι. Είπα λοιπόν, γιορτινές ημέρες έρχονται, λεφτά δεν έχουμε να τις περάσουμε καλά, τουλάχιστον ας γελάσουμε! Είναι και εκείνο το μότο στη σκιτσογραφική σελίδα του Κώστα Μητρόπουλου κάθε Σάββατο που με παρασύρει: «Αν δεν μπορείς να δεις την αστεία πλευρά των γεγονότων, τότε δεν έχεις καταλάβει τίποτα». Το σημερινό μου σημείωμα είναι περίπου προϊόν… κλοπής. Το γεγονός μαζί με τον σχολιασμό του δημοσιεύτηκαν στην καλή εφημερίδα «Μεσσηνιακός Λόγος» που εκδίδεται ανά 15ήμερο από τον Θόδωρο Μπρεδήμα («Μεσσηνιακός Λόγος», 28.11.2013, σ. 19) και τα υπογράφει ο Β.Ι.Γ. Τι έγινε λοιπόν;

Τοποθετείται το γεγονός κάπου μετά την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας το 1924. Ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, ο διοικητής Γενικής Ασφάλειας και ο διοικητής του Γ’ Αστυνομικού Τμήματος (Κολωνάκι) συσκέπτονταν για τρέχοντα ζητήματα στο γραφείο του πρώτου. Είχε πάει η ώρα εννέα το βράδυ, όταν ο ήχος από το τηλέφωνο διαταράσσει τη σύσκεψη· είχαν καλέσει από το πολυτελές ξενοδοχείο Πτι-Παλαί. Ο αστυνομικός διευθυντής άκουσε έκπληκτος τον υπεύθυνο του ξενοδοχείου να του λέει περίπου τα εξής:

«Κύριε διευθυντά, κάτι περίεργο συμβαίνει!.. Αρχίζει και έρχεται κόσμος πολύς στο ξενοδοχείο, επίσημοι με φράκα, με στολές και παράσημα, κυρίες με εξώμους εσθήτας. Ερχονται, λέει, ως προσκεκλημένοι της κυβερνήσεως εις την δεξίωσιν που δίδει προς τιμήν του μαχαραγιά της Καπουρτάλα. Αλλά… κανένας μαχαραγιάς δεν μένει εδώ και καμία δεξίωσις δεν δίδεται. Ο κόσμος φωνάζει διότι, λέει, έχει προσκλήσεις!.. Εχουν φθάσει ουρά τα αυτοκίνητα! Κάτι πρέπει να συμβαίνει!..».

Ο διευθυντής έδωσε εντολή στους παρευρισκόμενους υφισταμένους του, ανώτατους αξιωματικούς της Αστυνομίας, να πάνε στο ξενοδοχείο Πτι-Παλαί, να δούνε τι ακριβώς συμβαίνει και να τον ενημερώσουν. Εκείνοι τρέχοντας έφθασαν στο ξενοδοχείο. Τη στιγμή εκείνη ανέβαινε τα σκαλιά του ξενοδοχείου ο Γεώργιος Καφαντάρης με τη γυναίκα του· εκείνος με φράκο, παράσημα και Μεγαλόσταυρους. «Συγγνώμην, κύριε πρόεδρε», λέει ο αξιωματικός. «Τι τρέχει, παρακαλώ;», ρωτάει ο Καφαντάρης. «Κάποια παρεξήγησις… ξέρετε, η δεξίωσις δεν πρόκειται να δοθεί, ο μαχαραγιάς δεν ήλθε». «Φίλτατέ μου, έπρεπε το Τμήμα της Εθιμοτυπίας που μας έστειλε την πρόσκλησιν εκ μέρους της κυβερνήσεως να μας ειδοποιήσει διά την αναβολήν, έστω και τηλεφωνικώς. Οχι να μας κάνει να ντυνόμαστε!». «Συγγνώμην, κύριε πρόεδρε, έχετε την πρόσκλησιν; Θα μπορούσα να τη δω;». Ο Καφαντάρης έδωσε την πρόσκληση στον ανώτατο αστυνομικό.

Η πρόσκληση που έστειλε το Τμήμα Εθιμοτυπίας του υπουργείου των Εξωτερικών έλεγε περίπου τα εξής, «καθ’ υψηλήν υπουργικήν εντολήν». Ο προσκαλούμενος «μετά της αξιοτίμου συζύγου του» καλούνταν να τιμήσει διά της παρουσίας του τη δεξίωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, την προσεχή Δευτέρα τρέχοντος μηνός, στις 9.30 το βράδυ, στις αίθουσες του ξενοδοχείου Πτι-Παλαί, «προς τιμήν της αφιχθείσης ΑΒΥ του μαχαραγιά της Καπουρτάλα. Ενδυμα επίσημον ή μεγάλη στολή μετά παρασήμων.

Εντολή κ. Υπουργού, Δ. Καλλιγιάννης».

Οταν έφυγε ο Καφαντάρης, έφθασε ο Παπαναστασίου και λίγο αργότερα ο Τσαλδάρης. Επέστρεψαν όλοι άπρακτοι· κρίμας τα φράκα και τα παράσημα· κρίμας οι τουαλέτες των κυριών!

Βέβαια, κανένας δεν ασχολήθηκε και πολύ με την πρόσκληση! Δεξίωση να ‘ναι κι ό,τι είναι! Γιατί αν είχαν ασχοληθεί, θα είχαν, ίσως, προσέξει ότι η πρόσκληση δεν είχε σφραγίδα· αν, απ’ αυτό, έψαχναν, θα μάθαιναν ότι ο υπογράφων, «εντολή Υπουργού», Δ. Καλλιγιάννης ήταν πρόσωπο ανύπαρκτο και ότι το γραμματόσημο στον φάκελο που περιείχε την πρόσκληση ήταν άηθες για δημόσιο έγγραφο. Αφήνω στην άκρη το δύσκολο: κανένας δεν φρόντισε να μάθει αν υπήρχε «μαχαραγιάς της Καπουρτάλα»!

Το τραγικότερο σ’ αυτήν την άκρως διδακτική υπόθεση είναι άλλο: οι δύο φαρσέρ –δύο ήταν –συνελήφθησαν· δεν υπήρχε όμως πουθενά στον ποινικό ή άλλο κώδικα άρθρο, διάταξη ή ό,τι άλλο στο οποίο να εμπίπτει η φάρσα ως αδίκημα για να παραπεμφθούν οι «ένοχοι» στον εισαγγελέα. Κι έτσι, αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η ιστορία μας προσφέρεται για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για πολλά. Είπαμε όμως να γελάσουμε χρονιάρες ημέρες που ‘ναι. Καλές γιορτές.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών