Η οικονομική πολιτική ασκείται στον αστερισμό του «προγράμματος προσαρμογής» (του Μνημονίου) και των δανειακών εισροών υπό την ασφυκτική εποπτεία της τρόικας. Αυτή η άνιση σχέση που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια (αναπόφευκτη, λόγω της υπερχρέωσης του κράτους και των στρεβλώσεων στην οικονομία) έχει μια θεσμική και μια οικονομική πτυχή. Θεσμικώς, η χώρα έχει περιέλθει σε κατάσταση εξάρτησης από τους δανειστές που θυμίζει εν πολλοίς τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις προς το τέλος του Εμφυλίου και τα πρώτα χρόνια έπειτα από αυτόν.

Ομως, η οικονομική μας πολιτική δεν ασκείται σε πολιτικό κενό. Εχει απέναντί της όλους εκείνους τους παράγοντες που αποκαλούμε «εσωτερικούς». Το τι συνιστά (καλώς ή κακώς) η τρόικα είναι ένα πράγμα, το τι μπορεί να εφαρμοσθεί ένα άλλο. Το λεγόμενο «πολιτικό κόστος», π.χ., αποκτά ιδιαίτερη σημασία ενόψει εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση του 2014. Συναφώς, οι αντιδράσεις ατομικών και συλλογικών συμφερόντων σχεδόν σε κάθε μέτρο εκσυγχρονισμού είναι μεγάλες, ενώ οι πολύχρωμες αντιμνημονιακές δυνάμεις (λέγε αντιμεταρρυθμιστικές) καλλιεργούν συστηματικά και ανεύθυνα την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατή η επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση –είναι η νεότερη εκδοχή του «λεφτά υπάρχουν». Το αποτέλεσμα είναι ότι συχνά η κυβέρνηση καθυστερεί να λάβει επώδυνες αποφάσεις ή εξαγγέλλει πρόχειρα σχέδια που όμως στη συνέχεια ανακαλεί ή τροποποιεί δραστικά, τροφοδοτώντας τη θεσμική ρευστότητα.

Τις δυσκολίες πολλαπλασιάζει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επηρεάζεται από κληροδοτημένες αλλά παρωχημένες ιδέες για την οικονομία, έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς της χώρας και τους αξιωματούχους τους (λογικό έπειτα από όσα συνέβησαν), επικοινωνιακά ελλείμματα και τη διάχυτη αίσθηση ότι η οικονομική πολιτική κατανέμει άδικα τα βάρη. Γενικά, ό,τι είναι αναγκαίο με οικονομικά κριτήρια δεν είναι πάντοτε εφικτό πολιτικά!

Από οικονομική άποψη, δεύτερον, ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τι επιτεύχθηκε έως τώρα μέσω της πολιτικής προσαρμογής; Γεγονός είναι ότι υπάρχουν σημάδια οικονομικής σταθεροποίησης. Διάφορες προβλέψεις δείχνουν ότι το 2014 θα υπάρξει, έστω μικρή, άνοδος του ΑΕΠ. Στη δημοσιονομική διαχείριση η χώρα δείχνει να ξεπερνά μία από τις ασθένειες που την οδήγησαν στην κρίση του 2010 –τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Εδώ, η προσαρμογή που συντελέσθηκε είναι μεγάλη (αν και για πολλούς υπερβολική ή έγινε με λάθος τρόπο). Μπορεί βέβαια να την πληρώσαμε ακριβά (βλ. κριτική και του ίδιου του ΔΝΤ) και μπορεί επιμέρους μέτρα για την περικοπή των δαπανών και τους φόρους να ήταν συζητήσιμα για διαφόρους λόγους, αλλά το αποτέλεσμα δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

Επίσης, ορισμένα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια προχωρούν (Cosco, Philip Morris, υδροπλάνα κ.ά.), τα μεγάλα έργα φαίνεται ότι βρίσκονται στα πρόθυρα της επανεκκίνησης (επιτέλους), ο αγωγός φυσικού αερίου ΤΑP δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες, ο τουρισμός πήγε καλά.

Τέλος, πραγματοποιούνται ποικίλες «μικροδιορθώσεις» του κρατικού παρεμβατισμού: ο νέος νόμος για τις επενδύσεις ανοίγει τον δρόμο για διαδικασίες fast track, η κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει στην τουριστική εκπαίδευση το γερμανικό σύστημα της διπλής εκπαίδευσης που μοιράζει τον χρόνο ανάμεσα σε θρανία και επιχειρήσεις, αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με περισσότερο σθένος (και αυστηρότερες τιμωρίες) κ.λπ. Σημαντική σε μερικές αθόρυβα συντελούμενες αλλαγές είναι η τεχνική βοήθεια της ΕΕ (Task Force) και η διμερής ελληνογερμανική συνεργασία σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Εντούτοις, η επιστροφή στην ανάπτυξη δεν έχει ακόμα διασφαλισθεί. Ισως η μεγαλύτερη πηγή αβεβαιοτήτων είναι ότι στον μεταρρυθμιστικό τομέα υπήρξε μεν πρόοδος, αλλά παρατηρούνται χτυπητές υστερήσεις σε κρίσιμους για τις επενδύσεις και την εν γένει παραγωγική δραστηριότητα. Π.χ. η Δημόσια Διοίκηση δυσλειτουργεί θυμίζοντας ανοργάνωτο εργοτάξιο.

Μια προϋπόθεση για την τελική έκβαση της προσπάθειας εξόδου από την κρίση είναι η πολιτική συναίνεση σε βασικά ζητήματα. Από τη σκοπιά αυτή, δεν λείπουν τα ενθαρρυντικά μηνύματα, όπως οι συγκλίσεις σε ζητήματα οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Τέτοια ζητήματα είναι π.χ. η παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ, η αναδιάρθρωση του χρέους και η αναθεώρηση του προγράμματος προσαρμογής. Κυβέρνηση και κόμματα της αντιπολίτευσης επιθυμούν «πολιτική», όπως λέγεται, διαπραγμάτευση για τη μετά το 2014 περίοδο. Η αντιπολίτευση όμως πρέπει να επεξεργασθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό πρόγραμμα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και να αποφύγει νέες ασκήσεις «ανεδαφικότητας» (όπως θα έλεγε ο Δημήτρης Γληνός). Αυτό είναι ο πιο βατός δρόμος για την απεξάρτηση!

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.