Ηταν περίπου σίγουρο ότι τα σόσιαλ μίντια θα με έκαναν επιθετική και ηλίθια, αλλά αυτό πια παραπάει. Παραλίγο να παρασυρθώ κι εγώ προχτές και να γαργαλίσω με like όλες τις αναρτήσεις που γιόρταζαν τα «γενέθλια» του Μάνου Χατζιδάκι, με τραγούδια και τσιτάτα λες κι ήταν παρών να τους ρίξει κάνα ξεγυρισμένο σνομπάρισμα, να μάθουν. Διότι και οι νεκροί έχουν κι αυτοί τα όριά τους και μην κοιτάτε που το ανέχονται να τους κάνουμε share και τιμές «αέρα πατέρα». Το συζήτησα και με την Αργυρώ και καταλήξαμε ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να χρησιμοποιούμε τη λέξη «επέτειος» και όχι birthday party, τι να το κάνεις όμως το λεξικό όταν ο παρασιτισμός είναι το μοναδικό κίνητρο; Θαυμάζω κι εγώ πέντε έξι ανθρώπους, αλλά ευτυχώς είναι όλοι τους εν ζωή. Οπως ο κύριος που συνάντησα την ώρα που έκανα το θεραπευτικό μου περπάτημα, βράδυ πίσσα σκοτάδι στην παραλιακή.

Καθόταν με την πλάτη στη θάλασσα του Φαλήρου, μ’ ένα χαρτόνι στα πόδια του για να πέφτουν τα ψιλά κι έπαιζε στο ξύλινο φλάουτο έναν σκοπό που πριν προλάβω να τον ταυτοποιήσω μου είχε κάνει κιόλας σμπαράλια την καρδιά. Θες επειδή δεν είχα την ετοιμότητα, θες από καθαρή σεμνοτυφία δεν μπόρεσα πάντως να κόψω ταχύτητα και τον προσπέρασα χωρίς να του φιλήσω το χέρι. Ευτυχώς στον γυρισμό ήταν ακόμη εκεί. Τον ευχαρίστησα κι αυτός μου επιβεβαίωσε ότι ναι, ήταν από τον δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι «Τραγούδια για την Ελένη» και συγκεκριμένα το «Ψηλά στην Ακροκόρινθο». Κι ένα περίεργο πράγμα, γυρίζοντας σπίτι, νόμιζα ότι είχα ξαναβρεί όλους τους παλιούς μου φίλους. Αύριο πάλι και κάθε μέρα.