αγράμματος. Οχι μόνο με την έννοια ότι δεν ξέρει να γράφει αλλά και ότι δεν μπορεί να σύρει μια απλή γραμμή σε ένα φύλλο χαρτί (!). Δεν ξέρει να γράφει μεν, ξέρει να υπογράφει δε. Τι πράγμα; Υπεύθυνες δηλώσεις. Που απευθύνονται πού; Φυσικά, σε κάποια υπηρεσία του ελληνικού Δημοσίου, εν προκειμένω σε κάποιο ληξιαρχείο. Το γεγονός δεν εκπλήσσει. Μόνο το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να δείχνει τόση κατανόηση σε έναν αγράμματο που υποδύεται προφανώς τον εγγράμματο. Δεν πρόκειται για θαύμα. Το πράγμα έχει ιστορικές καταβολές. Η διαπάλη μεταξύ εγγραμμάτων και αγραμμάτων στοιχειώνει το Δημόσιο από τα γεννοφάσκια του, από τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους. Οπως θυμάστε, τότε είχε περιβληθεί τον μανδύα της αντίθεσης αυτοχθόνων – ετεροχθόνων με επίδικο αντικείμενο (τι άλλο;) τον διορισμό στο φρεσκογεννημένο Δημόσιο. Ετσι η απροσεξία, η αμέλεια, κοινώς τα «στραβά μάτια» του σημερινού υπαλλήλου μπροστά στο θράσος του αγράμματου συμπολίτη εξηγούνται, ενδεχομένως, αταβιστικά. Στο πρόσωπο του αγράμματου ο υπάλληλος μπορεί να αναγνώρισε τη φιγούρα του γενάρχη του. Τον είδε, λοιπόν, και αναγάλλιασε η καρδιά του, προφανώς με το αζημίωτο. Επιμύθιο: η ζωή συνεχίζεται.

πλήξη. Πόσο πληκτική θα γίνει η ζωή μας όταν η λειτουργία της νεοελληνικής διοικητικής μηχανής θα έχει τελειοποιηθεί! Οταν θα έχουν εκλείψει τα κενά και οι ρωγμές του συστήματος που επιτρέπουν σήμερα στον αγράμματο πρωταγωνιστή της τέχνης της επιβίωσης ή της λαθροβίωσης να προσδίδει χαρακτηριστικά μπαρόκ στην γκρίζα καθημερινότητα των νοικοκυραίων! Τέσσερις αστυνομικές ταυτότητες, δεκατέσσερις γεννήσεις μέσα σε έξι μήνες, δίδυμα με διαφορά ηλικίας τριάντα χρόνια μεταξύ τους! Το μπαρόκ, στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται μια εφαρμοσμένη παρωδία εις βάρος δύο πυλώνων της «κοινής λογικής». Ο ένας είναι η λογική των αριθμών, ο άλλος η αρχή της ταυτότητας, δηλαδή της μη αντίφασης. Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς την άνεση με την οποία αποδέχεται ο ενδιαφερόμενος την κατεδάφιση αυτών των πυλώνων, η οποία τυπικά στρέφεται εναντίον του! Βλέποντάς τον να αντιμετωπίζει ατάραχος τη συνύφανση των στοιχείων, το ξετύλιγμα της πλοκής που τον εμπλέκει ώς το λαιμό στη συγκεκριμένη υπόθεση δικαιούσαι να φανταστείς ότι θα έχει τεράστιο ποσοστό κέρδους από τη συμμετοχή του στο παράνομο κύκλωμα. Μπορεί να είναι κι έτσι –κάτι που ελέγχεται. Μπορεί αυτό να είναι το κίνητρό του. Αλλά για να ενεργοποιηθεί το οποιοδήποτε κίνητρο χρειάζεται να προϋπάρχει ένα έδαφος. Και αυτό δεν είναι άλλο από το αδιανόητο για τους «κανονικούς» ανθρώπους: ένα και ένα δεν κάνουν απαραιτήτως δύο αλλά όσο χρειάζεται να κάνουν, και δεν σε λένε Γιάννη και όχι Χρήστο, αλλά και Γιάννη και Χρήστο και Μήτσο αναλόγως του πού βρίσκεσαι (ταυτόχρονα), π.χ. στα Φάρσαλα, στα Τρίκαλα (και) στη Λάρισα!

σχολείο. Ο αγράμματος φυσικά δεν πήγε σχολείο. Δεν ξέρει από Αριστοτέλη. Μέλος μιας αποσυνάγωγης φυλής, γνωρίζει ότι ο κανονικός κόσμος χρειάζεται μια δεξαμενή υποψηφίων για τις «βρώμικες δουλειές». Αυτός είναι από τους πρώτους στη σχετική λίστα. Μην έχοντας μάθει γράμματα ούτε και να μετράει, δεν έχει διδαχτεί παράλληλα την ευλογία ή την κατάρα του «εγώ» και των αριθμών. Η αναχαίτιση του «εγώ» και ο τρόμος του αριθμού, ως πολιτισμική σταθερά, δεν τον προδιαθέτουν για μια οροθετημένη ταυτότητα αλλά για μια εν δυνάμει άπειρη μεταμορφωσιμότητα –περίπου όπως το λέει ο ποιητής: «ίσως να μην είμαι κανείς, αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις». Αλλά και με τους αριθμούς υπάρχει προηγούμενο (βλ. παρακάτω.)

τρόμος. Λέγεται ότι, τον 19ο αιώνα, οι προλετάριοι του Παρισιού αντέδρασαν σφόδρα στην ονοματοθεσία των ίσαμε τότε ανώνυμων δρόμων και την αντίστοιχη αριθμοθέτηση των σπιτιών τους. Με αυτό τον τρόπο απέκρουαν μια διαδικασία που θα διευκόλυνε τον εντοπισμό τους και ερχόταν να προστεθεί στο οπλοστάσιο της εκκολαπτόμενης τεχνολογίας της ταυτοποίησης του ατόμου (φωτογραφία, δακτυλικά αποτυπώματα κ.λπ.). Μια ολόκληρη βιομηχανία ετίθετο στη διάθεση της Αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ γεννιόντουσαν νέοι επιστημονικοί κλάδοι (π.χ., εγκληματολογία). Οι προλετάριοι ερμήνευσαν την όλη επιχείρηση ως στρεφόμενη εναντίον τους: θα τους έβγαζε από την αφάνεια της ανωνυμίας των άμοιρων (αυτών που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα) και θα τους στοχοποιούσε. Η ιστορική έρευνα δεν μας λέει αν και πόσοι από αυτούς ήταν Ρομά. Αν ναι, θα επρόκειτο για ένα αμελητέο ποσοστό. Ηταν «όχι ακριβώς» κανονικοί και αυτό έφτανε. Κάθε κανονικότητα διψά για τις εξαιρέσεις της αφού νομιμοποιείται χάρη σε αυτές.