Οι ασκούμενες πολιτικές κατά την περίοδο 2010-13, της εσωτερικής υποτίμησης και της διαχείρισης του χρέους, αποτελούν επιλογές με παρελθοντικό προσανατολισμό, με την έννοια ότι οδήγησαν την ελληνική οικονομία και το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών στο μακρινό παρελθόν της. Παράλληλα, εκ του αποτελέσματος, προκύπτει ότι οι ασκούμενες πολιτικές λιτότητας δεν συνιστούν μόνο μία αποτυχία των πολιτικών διαχείρισης της κρίσης χρέους, αλλά επιπλέον συγκροτούν ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2013) της ενδυνάμωσης της άνισης ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας με χαρακτηριστικά υπανάπτυκτου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και των άλλων κρατών-μελών της Μεσογείου συνιστά σταθεροποίηση ή έχει χαρακτηριστικά υπανάπτυξης. Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σήμερα τα χαρακτηριστικά και συστατικά στοιχεία ενός υπανάπτυκτου σχηματισμού στη διεθνή οικονομία συνίστανται:

α) στο νέο πρότυπο κατάλυσης του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συμβάσεων εργασίας (πρώτη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας στην Ελλάδα υπεγράφη στις 20/1/1803 μεταξύ των ναυτεργατών και των πλοιοκτητών της νήσου Υδρας), των εργασιακών σχέσεων και υπονόμευσης των εργασιακών, κοινωνικών και εισοδηματικών δικαιωμάτων,

β) στις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών,

γ) στην πολυεθνική δραστηριότητα σε έργα υποδομών και υδρογονανθράκων,

δ) στην αναπτυξιακή επιλογή του διαμετακομιστικού εμπορίου, του τουρισμού και των υπηρεσιών και

ε) στην αναδιάρθρωση της κοινωνικής και ταξικής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας με κινητήρια δύναμη την ένταση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων.

Οι ασκούμενες πολιτικές λιτότητας οδηγούν την ελληνική οικονομία και κοινωνία προς το παρελθόν με την απόκτηση χαρακτηριστικών υπανάπτυξης. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που προκύπτει συνίσταται ακριβώς στη διερεύνηση της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής που θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία στο μέλλον, δηλαδή θα ανασχέσει άμεσα την ύφεση, θα δημιουργήσει βραχυπρόθεσμα νέες θέσεις εργασίας και θα ανατάξει και ανασυγκροτήσει (παραγωγικά, τεχνολογικά, κοινωνικά) μεσο-μακροπρόθεσμα τον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στη χώρα μας, επιφέροντας έναν νέο προσδιορισμό των σχέσεων της ελληνικής οικονομίας με τις κοινωνικές ανάγκες.

Επομένως, στο ερώτημα τι χρειάζεται άμεσα η ελληνική οικονομία για την ανάσχεση της ύφεσης και την έξοδο από την κρίση, η απάντηση (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2013) συνίσταται στην υλοποίηση μιας εναλλακτικής μακροοικονομικής πολιτικής, οικονομικά και κοινωνικά αποτελεσματικής, στην οποία εμπεριέχεται η άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού από 586 ευρώ στα 751 ευρώ (κατάργηση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου του Φεβρουαρίου 2012), η οποία συμβάλλει κατά τον πρώτο χρόνο σε αύξηση της εγχώριας ζήτησης κατά 0,75%, του ΑΕΠ κατά 0,5% και της απασχόλησης κατά 7.000 νέες θέσεις εργασίας.

Η ανάσχεση της ύφεσης και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τον πρώτο χρόνο διά μέσου της αύξησης του κατώτατου μισθού ενισχυόμενη από τη δραστική αναδιάρθρωση του χρέους, τη ρευστότητα της οικονομίας, την ουσιαστική και αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και την επενδυτική (δημόσια – ιδιωτική) δραστηριότητα, στο πλαίσιο ενός χρηματοδοτούμενου ευρωπαϊκού επενδυτικού σχεδίου στον ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα (10% του ΑΕΠ συνολικές επενδύσεις, από τις οποίες 7,5% παραγωγικές και 2,5% κατοικίες, Π. Θωμόπουλος, 2013), θα συμβάλλουν επιπρόσθετα σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7% τον χρόνο και σε αύξηση της απασχόλησης κατά 25.000 νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, η δυναμική των νέων συνθηκών ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (ενίσχυση της ζήτησης διά μέσου της δημιουργίας εισοδημάτων, της αύξησης των επενδύσεων, της ενεργοποίησης και της ανασυγκρότησης της παραγωγής) θα διεισδύσει στην αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και στην ανασύσταση του κράτους πρόνοιας.

Η πορεία αυτή ανάκαμψης (3%-4% τον χρόνο) της ελληνικής οικονομίας, στον ορίζοντα μίας πενταετίας, θα θέσει σε χρήση και το παραγωγικό δυναμικό που σήμερα αργεί και ανέρχεται σε περίπου 15% του ΑΕΠ συμβάλλοντας στην αύξηση της απασχόλησης κατά 7%-10%, δηλαδή κατά 250.000 άτομα, προϋποθέτοντας, ως εκ τούτου, μία εικοσαετία για τη δημιουργία περίπου ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας, που χάθηκαν την τετραετία 2010-2013, η δημιουργία των οποίων προϋποθέτει μία δεκαετία με ετήσιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 7%-8%.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ