Ξεφυλλίζω το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία» (Πόλις, 2013), ο οποίος πολύ έγκαιρα έλεγε ότι οι έλληνες νεοναζί είναι επικίνδυνοι κι ότι είναι λάθος να τους υποτιμούμε. Παρεμβατικός διανοούμενος, ο Ζουμπουλάκης δεν κρύβει ότι θρησκεύεται και, κατά συνέπεια, οι παρατηρήσεις του για τις ανελεύθερες πρακτικές που κατά καιρούς έχουν επικαλεστεί πρόσωπα της Εκκλησίας λαμβάνουν ιδιαίτερη αξία.

Τα πρόσωπα αυτά, και τα κηρύγματά τους, συχνά τα αντιμετωπίζουμε με συγκατάβαση ή με επιείκεια, αποδίδουμε την ιδιοτυπία στο τελετουργικό του σχήματός τους ή στην ιδιαιτερότητα του κόσμου τους. Κάποιους κραυγαλέους ανάμεσά τους τους προσπερνάμε, άλλοτε για να μη φανεί ότι δίνουμε σημασία στα περιθωριακής εμβέλειας (είναι η αλήθεια) κηρύγματά τους κι άλλοτε για να μη συμβάλουμε, έστω διά της κριτικής, στη διάδοση μηνυμάτων που θα μπορούσαν να είναι αποτρόπαια.

Οπως απέδειξε η ζωή, όμως, η υποτίμηση των πραγμάτων δεν είναι σοφός τρόπος ανάσχεσης των κοινωνικών τάσεων.

Αυτό που κυρίως τρομάζει τον Σταύρο Ζουμπουλάκη είναι η δηλωμένη υποστήριξη τριών επισκόπων της ελληνικής Εκκλησίας στη Χρυσή Αυγή: του Πειραιώς Σεραφείμ, του Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου και του Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Ανδρέα –οι δύο τελευταίοι ρητά, ο προτελευταίος πολύ πρόσφατα, ενώ μαζί τους φαίνεται να συμφωνεί και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου! Ο Ζουμπουλάκης υποστηρίζει το αυτονόητο: ότι τέτοιου τύπου τοποθετήσεις είναι πρωτίστως πολιτικές, υπερασπιστικές δηλαδή του ναζισμού, ο οποίος συστατικά έχει παγανιστική ιδεολογία αλλά προκειμένου το νεοναζιστικό κόμμα της Ελλάδας να διευρύνει την επιρροή του συμπεριφέρεται καιροσκοπικά, επιλέγοντας να αποταθεί στο μεγάλο ακροατήριο των ορθόδοξων Ελλήνων. Η Εκκλησία, βεβαίως, παραδέχεται ο συγγραφέας, «δεν μπορεί να αποφύγει την πολιτική, γιατί έχει την υποχρέωση να δίνει τη μαρτυρία του Ευαγγελίου μέσα στην κοινωνία. Αυτή η μαρτυρία δεν είναι κάτι γενικό και αφηρημένο, συνεπάγεται συγκεκριμένες πράξεις υπέρ των φτωχών, των αρρώστων, των ξένων, και είναι πάντα κατά της βίας», προσθέτει, για να τονίσει ότι, εκ των πραγμάτων, η χριστιανική Εκκλησία, ως εκπρόσωπος μιας θρησκείας της αγάπης, είναι υποχρεωμένη να βρεθεί απέναντι στους κήρυκες του μίσους.

Οσο για τα χαρακτηριστικά αυτού του μίσους, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης παραπέμπει στο έργο του καλλιτέχνη της κοινοβουλευτικής παρέας του νεοναζισμού, στον Καιάδα. Δεν υπολόγιζε ότι, κάποια στιγμή, θα είχε τη συμπάθεια ιερωμένων όταν έγραφε στίχους όπως:

«Θ’ αφήσουμε την εκκλησία να σαπίσει και θα σφάξουμε στην αγία τράπεζα τους ηλίθιους / Το υγιέστερο κομμάτι της νεολαίας θα είναι μαζί μας / Εκατομμύρια πρόγονοί μας κάηκαν και ακρωτηριάστηκαν / Θα εκδικηθούμε… Διψάμε για αίμα!».