Προτού το θέατρο σκιών αρχίσει να επηρεάζει τη σχεδιαστική γραμμή του σπουδαίου μας Μποστ., ο Μέγας Αλέξανδρος είχε προλάβει ήδη να εισβάλει εκεί ως καρικατούρα του εθνικού αισθήματος ανωτερότητας. Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, με τον τρόπο του Ευγένιου Σπαθάρη, έγινε Αλέκος με τα κυδώνια και το μεγαλείο του εξατμίστηκε στην καραγκιοζίστικη πραγματικότητα: στη φτώχεια, στη μικροαπατεωνιά που κυριαρχεί στη χώρα, στον (αυτο)σαρκασμό της ιδεολογίας του εθνικού μεγαλείου. Από μια άποψη, λοιπόν, ο Μποστ. τα βρήκε έτοιμα. Η Μαμά Ελλάς, με τους κουρελιασμένους χιτώνες και τα δύο καχεκτικά βλαστάρια της, την Ανεργίτσα και τον Πειναλέοντα, δεν ήταν παρά η μαμά του Αλέκου με τα κυδώνια. Μια Ολυμπιάδα της γειτονιάς. Που τη στοίχειωσε η τρέλα του μεγαλείου.

Ολα αυτά συνέβαιναν έως τη Μεταπολίτευση, όπου η φαντασίωση δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη μεταπολεμική πραγματικότητα της Ψωροκώσταινας. Οταν όμως μετά τη Μεταπολίτευση ήρθαν τα πακέτα Ντελόρ, τα ΜΟΠ, οι αγροτικές επιδοτήσεις και άλλα ευρωπαϊκά βοηθήματα, συν τα δάνεια, συν κάτι ψιλά, η μαμά Ελλάς έκανε λίφτινγκ, αγόρασε κανονικό χιτώνα σινιέ και έστειλε τα παιδάκια της να σπουδάσουν στο Παρίσι. Εκείνος σπούδασε κινηματογραφιστής, εκείνη αρχαιολόγος. Υστερα εκείνος ήθελε να γίνει Σπίλμπεργκ, να σκηνοθετήσει μια μπρεχτική εκδοχή των περιπετειών του Ιντιάνα Τζόουνς, και εκείνη πίστεψε ότι σαν ελληνίδα Ιντιάνα Τζόουνς όφειλε να ανακαλύψει τον τάφο του πραγματικού Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα μπερδεύτηκαν, όπως γενικώς μπερδεύτηκε η ελληνική κοινωνία. Ο Μεγαλέξαντρος, ως αθάνατη εκδοχή του νεοελληνικού κιτς, έγινε το νέο τρεντ με περικεφαλαίες και χλαμύδες –η μόδα μάλιστα εξαπλώθηκε από τα συλλαλητήρια της Μακεδονίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη γειτονική ΠΓΔΜ όπου σήμερα κάθε μέρα είναι Καρναβάλι. Και όταν το επίπεδο της ζωής μας επλήγη, επιστρέψαμε με μεγαλύτερη ζέση πίσω, αναζητώντας ακόμη μία φορά ταφικά κτερίσματα ως απόδειξη της τρωθείσας ανωτερότητας. Αυτή τη φορά, λοιπόν, βαφτίστηκε τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ένα μνημείο που ανασκάπτεται στην Αμφίπολη.

Συμπέρασμα; Παρ’ όσα λένε οι κανονικοί αρχαιολόγοι, παρ’ όσα μεταδίδουν οι κανονικοί δημοσιογράφοι και παρ’ όσα ξέρουν οι κανονικοί άνθρωποι, θα υπάρχει πάντα, στο βαθύ Ιντερνετ και στην επιφάνεια των πραγμάτων, ένας κόσμος έτοιμος να μαγευθεί από αρχαίους ένδοξους πεθαμένους που, ακόμη και αν δεν διαθέτει τα εργαλεία να τους καταλάβει, κολακεύεται από τα σημάδια του περάσματός τους. Δυστυχώς, είναι τα σημάδια των αρχαϊσμών που κατατρύχουν την κοινωνία μας, ορίζοντας την πολιτική ιδεολογία της: αναχρονισμοί, φαντασιώσεις, μπόλικη άγνοια και ακόμη περισσότερη τρέλα του μεγαλείου.