Περιμένω το κύμα των τουριστών που θα μας ξελάσπωνε, λέει, για τον φετινό χειμώνα και νιώθω σαν τον Γιώργο Κωνσταντίνου στην ταινία «Καλώς ήλθε το δολάριο», τότε που προγύμναζε τα κορίτσια της Τρούμπας στα Αγγλικά προκειμένου να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση από την άφιξη του αμερικανικού Στόλου. Τελικά, ο Στόλος δεν ήταν παρά δυο τρεις μίζεροι κομπάρσοι όλοι κι όλοι, βαμμένοι μαύροι, που μασούσαν τσίχλα. Παλιά τα ρίχναμε όλα στο ΠΑΜΕ που μας έδιωχνε τα κρουαζιερόπλοια και άπλωνε την μπουγάδα του στον Ιερό Βράχο, εμποδίζοντας τους τουρίστες να πλησιάσουν. Σήμερα που το συγκεκριμένο συνδικάτο περνάει χοντρή υπαρξιακή κρίση, σε ποιον να αποδώσω την ερημιά των νησιών και των σεσημασμένων τουριστότοπων; Φταίω εγώ που ο φετινός τουριστικός Ιούλιος έμοιαζε πιο πολύ με Νοέμβριο; Φταίνε τα πρωτοσέλιδα και οι μεγάλες προσδοκίες τους; Φταίει το συριζαίικο μελτέμι που έχει μετατρέψει και τις πιο απάνεμες παραλίες σε θερία ανήμερα;

Εδώ που φτάσαμε, είπα να το δοκιμάσω κι αυτό. Να βγω με το παρεό και να μαστιγώσω τη φουρτουνιασμένη θάλασσα όπως ο Ξέρξης τον Ελλήσποντο. Να ρίξω γέφυρα ανάμεσα Σύρο και Τζια –μικρή φυτρώνει νεραντζιά –και μετά να αποκεφαλίσω τους μηχανικούς μου για κακοτεχνία ή να ρίξω αλυσίδες για να δέσω τα κύματα, όπως ανεπιτυχώς το επιχείρησε και ο γιος του Δαρείου και της Ατοσσας, κόρης του Κύρου του πρεσβύτερου. Βρε δεν μας παρατάνε λέω ‘γώ και οι Αρχαίοι; Αγόρασα μάλλινη ζακέτα, έριξα κι από πάνω μου την πετσέτα του μπάνιου. Μισή ντροπή δική τους και μισή ντροπή δική μου. Με αυτήν την αμφίεση βγήκα να κάνω αυτοψία σε κυκλαδίτικες παραλίες και σε ζωγραφιστούς οικισμούς των Δωδεκανήσων, πλην όμως το μόνο που συνάντησα ήταν η αξιοπρέπεια και η υπομονή των ανθρώπων. Κι αν δεν έρθουν Ιούλιο, τον Αύγουστο θα καταφθάσουν το δίχως άλλο, κρίμα που δεν πήρα κάνα τρίμηνο άδεια (μετ’ αυξημένων αποδοχών) για να το διαπιστώσω και με τα μάτια μου.

Στο μεταξύ κόβω βόλτες στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας κι έτσι μου ‘ρχεται να κόψω τις φλέβες μου. Πάνω στα καρό τραπεζομάντιλα και τη χωριάτικη της Πλάκας και της «πλάκας», η μυγοσκοτώστρα του μαγαζάτορα, όλο σβιν και σβιν, κάνει στράκες. Οι καμιά δεκαριά τουρίστες που βλέπω με τα χάρτινα κινέζικα ομπρελίνα τους να χαζεύουν τον ναό του Ολυμπίου Διός δεν μου αρκούν για να ησυχάσω και τα λιγοστά γκρουπ που ανηφορίζουν στην Ακρόπολη δεν με βοηθούν διόλου να ρεφάρω από τα τρία χρόνια ύφεσης που έχω ήδη στο παθητικό μου. Εχετε δει, φερ’ ειπείν, τις ουρές των επισκεπτών στη Ρώμη που περιμένουν με τις ώρες να μπουν στο Κολοσσαίο; Εχετε δει τη σούδα που οδηγεί στο παρισινό Μουσείο Πικάσο φίσκα στον κόσμο που κόβει χαρτάκι προτεραιότητας για να θαυμάσει μάτια – μύτες – αυτιά ατάκτως ερριμμένα, όπως περίπου συμβαίνει εδώ σ’ εμάς μπροστά από τις εφορίες ή τα γραφεία του ΟΑΕΔ; Δεν έχω τίποτα με τον κυβισμό ως καλλιτεχνικό ρεύμα. Απεναντίας θαυμάζω απεριόριστα τον τσιμεντένιο κύβο του Μπερνάρ Τσουμί, εντός του οποίου βρήκε στέγη και τροφή το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης καθώς και μερικοί αναξιοπαθούντες συμπατριώτες μου Καλαματιανοί. Πώς να το πω για να μη σας κακοκαρδίσω και να μη δώσω πάτημα στους Εγγλέζους να μας ξαναπούν πριτς για του Ελγίνου τα χρωστούμενα; Κυρίες και κύριοι και αγαπητά μου παιδιά, τον μήνα που τρέφει τους έντεκα να τον ξεχάστε. Αν δεν δουλέψουν και οι υπόλοιποι, τέρμα τα δίφραγκα, μου είπε.