Η αλήθεια είναι πως ο δήμαρχος Αθηναίων θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια. Να αφήσει άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Ή να αφήσει το φίδι να κυκλοφορεί ανάμεσά μας ανενόχλητο. Κανείς, φαντάζομαι, δεν θα θυμόταν ότι είναι στην αρμοδιότητά του να επιτρέπει ή να απαγορεύει τα συσσίτια φυλετικής καθαρότητας της Χρυσής Αυγής σε δημόσιους χώρους. Και, πολύ περισσότερο, κανείς δεν θα τον εγκαλούσε αν δεν ασκούσε την αρμοδιότητά του. Ετσι κι αλλιώς, στην ελληνική δημόσια διοίκηση (αλλά και στην πολιτική) η κρατούσα αρχή είναι το «ου μπλέξεις». Να μην κάνεις τίποτε αν δεν είσαι απολύτως υποχρεωμένος να το κάνεις. Και αν βρεθείς αναγκασμένος να παραβείς τον κανόνα της ακινησίας, κάνε τουλάχιστον όσο γίνεται λιγότερα.

Αλλά εκείνος προτίμησε να αναλάβει την ευθύνη. Να ασκήσει την αρμοδιότητά του. Να απαγορεύσει τα συσσίτια ως παράνομα. Να καλέσει τη δημόσια δύναμη να επιβάλει την απαγόρευση. Και να διακηρύξει ότι θα συνεχίσει να τους «ταράζει στη νομιμότητα», κατά την ωραία έκφραση του Ηλία Ηλιού. Να επιμένει δηλαδή να αντιμετωπίζει τη χυδαιότητα, τη βία και τον ρατσισμό με μόνο όπλο τη νομιμότητα, αλλά και χωρίς καμιά υποχώρηση από τη νομιμότητα.

Εκανε καλά;

Δεν στέκομαι στις συνηθισμένες, «πονηρούτσικες» αναλύσεις, πως όλα αυτά τα κάνει ο δήμαρχος για να προβληθεί ενόψει δημοτικών εκλογών. Οχι επειδή δεν τον έχω τον Καμίνη για πολιτικάντη –αυτή είναι μια υποκειμενική εντύπωση και μπορεί να κάνω λάθος. Αλλά επειδή δεν έχει καμιά σημασία. Αν πράττει το σωστό, είναι αδιάφορο αν προσδοκά πολιτικό όφελος. Αλλά πράττει, πράγματι, το σωστό;

Στέκομαι, αντίθετα, με προσοχή στις ενστάσεις καλόπιστων ανθρώπων που αναρωτιούνται μήπως, άθελά τους, ο Καμίνης, ο Δένδιας ή ο Δραγασάκης παίζουν το επικοινωνιακό παιχνίδι των νεοναζί νοσταλγών της χούντας. Μήπως, ενώ αγωνίζονται να τους αντιμετωπίσουν, γίνονται ακούσιοι χορηγοί μιας αδάπανης διαφημιστικής τους καμπάνιας. Μήπως διά της αντιπαράθεσης μαζί τους, πολλαπλασιάζουν τον θόρυβο που προκαλούν. Και, επιπλέον, τους «κάνουν μάγκες», τους επιτρέπουν να ποζάρουν ως τάχα «αντισυστημικοί», ως δήθεν «ο φόβος και ο τρόμος του κατεστημένου» –ένα τμήμα του οποίου κατεστημένου, εν τούτοις, τους χρηματοδοτεί αφανώς και γενναιόδωρα τους αβαντάρει.

Καταλαβαίνω ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Αλλά ποια είναι η εναλλακτική λύση;

Η απαγόρευση του νεοναζιστικού κόμματος; Το έκανε η Γερμανία, στις ειδικές συνθήκες των μεταπολεμικών χρόνων, εν μέσω ερειπίων. Αλλά κανείς άλλος δεν το επανέλαβε. Και θα ήταν επικίνδυνη ανοησία να το αποπειραθεί η σημερινή Ελλάδα.

Μήπως θα ήταν λύση ένα «ιδεολογικό γιουρούσι»; Ή η μέθοδος «πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται» –η επιστράτευση διμοιριών μαύρων αγγέλων να οδομαχούν με τους μαύρους διαβόλους; Και αυτή η λύση δοκιμάστηκε ιστορικά. Και κανείς δεν θέλει να θυμάται την έκβασή της.

Μήπως, αντίθετα, η λύση θα ήταν η ανοχή, ο κατευνασμός, η αντιμετώπισή τους ώς ένα κόμμα «σαν όλα τα άλλα», η «εξημέρωση» των μελανοχιτώνων; Το δοκίμασαν πολλές χώρες, παλαιότερα και πρόσφατα. Και το αποτέλεσμα ήταν, σε κάθε περίπτωση, όχι η μετάλλαξη αλλά η σταθερότερη εμπέδωση αυτών των κομμάτων ως καρκινωμάτων στη ζωή των χωρών αυτών. Πολύ περισσότερο, έχει δοκιμαστεί η συνταγή του φλερτ, της φιλικής περικύκλωσης, της υιοθέτησης της αγοραίας, ξενοφοβικής ατζέντας τους, ώστε να προσεταιρισθεί η mainstream Δεξιά τα απωλολότα πρόβατα της παραστρατημένης extreme Δεξιάς. Ο τελευταίος που το δοκίμασε ήταν ο Νικολά Σαρκοζί. Με αποτέλεσμα, το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν να κάνει ρεκόρ ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και στον δεύτερο γύρο οι ψηφοφόροι του να σνομπάρουν «αντισυστημικά» τον Σαρκοζί, παρ’ όλο το φλερτ.

Εναλλακτική λύση δεν υπάρχει, λοιπόν. Η δημοκρατία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της με τα δικά τους όπλα, αλλά με τα δικά της. Δηλαδή με τη νομιμότητα. Μόνο που χρειάζεται η νομιμότητα να πείθει και να εμπνέει εμπιστοσύνη. Και εκείνοι που αναλαμβάνουν την προάσπισή της χρειάζεται να δείχνουν τόλμη και αποφασιστικότητα, μεθοδικότητα και υπομονή. Το ευτύχημα είναι ότι κάποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη. Αρκεί να μην τους φάει η μοναξιά.