Ας το ξαναπούμε. Ολα τα επώδυνα της τελευταίας τριετίας μπορούσαν να είχαν γίνει με καλύτερη κατανομή, πιο δίκαιη και συνάμα πιο ευνοϊκή για την παραγωγή, προκαλώντας μικρότερη ύφεση και ανεργία, όχι όμως να αποτραπούν. Οι μεγάλες μειώσεις στους μισθούς του δημόσιου τομέα, στις συντάξεις και στις κοινωνικές παροχές υπάκουαν σε μιαν αδήριτη οικονομική λογική: μπροστά στη χρεοκοπία, το ελληνικό κράτος βρέθηκε αναγκασμένο να περικόψει δραστικά τις δαπάνες του, σε επίπεδα που να μπορεί να τις χρηματοδοτεί από τα έσοδά του. Δανειακές συμβάσεις και Μνημόνια μόνο χρόνο προσέφεραν ώστε η προσαρμογή να μη γίνει ακόμα πιο βίαιη, μονομιάς. Το ίδιο ισχύει για τις αυξήσεις των φόρων. Και κάτι ανάλογο θα μπορούσε να υποστηριχθεί για ορισμένες παρεμβάσεις στο εργατικό δίκαιο, στον βαθμό που απέβλεπαν στη μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Διότι με πλήρη τήρηση των προστασιών, όπως προηγουμένως τις παρείχαν νομοθεσία και συλλογικές συμβάσεις στους απασχολούμενους μισθωτούς, ούτε θέσεις εργασίας ούτε παραγωγικές δραστηριότητες διασώζονται στις συνθήκες της οξείας κρίσης ανταγωνιστικότητας και συνολικής χρηματοδότησης που επίσης έπληξε την ελληνική οικονομία.

Δυσδιάκριτη είναι, αντίθετα, οποιαδήποτε οικονομική λογική στους αριθμητικούς στόχους για τη μείωση των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα, στους οποίους από μήνες επιμένει η τρόικα, θέτοντας ολοένα πιο ασφυκτικές προθεσμίες. Με τον τρόπο μάλιστα που άρχισε να τους υλοποιεί, η κυβέρνηση ζημιώνει άμεσα την οικονομία και χειροτερεύει την προοπτική της. Κλείνοντας την ΕΡΤ καταστρέφει δημόσια αγαθά, πολιτισμικό πλούτο, απαξιώνει έμπειρο παραγωγικό δυναμικό στην ανεργία, αχρηστεύει πολύτιμους εξοπλισμούς, ενώ το Δημόσιο χάνει έσοδα και αναλαμβάνει νέες υποχρεώσεις για αποζημιώσεις και αθέτηση συμβάσεων. Καταργώντας τη Δημοτική Αστυνομία στερεί τους δήμους από έσοδα (κλήσεων), παράλληλα τροφοδοτεί την ανομία στις πόλεις –αλλού το οικονομικό κόστος από το χάος στο παρκάρισμα θα το μετρούσαν… Απομακρύνοντας 2.000 φύλακες από τα σχολεία τα εκθέτει σε βανδαλισμούς.

Επιτακτική δημοσιονομική ανάγκη για να αποφασιστούν αιφνίδια, ασχεδίαστα, τα παραπάνω –και όσα έπονται –δεν υπήρχε καμία, μόνον αυθαίρετα καθορισμένοι αριθμοί δημοσίων υπαλλήλων προς κινητικότητα, εντέλει προς απόλυση, ως προαπαιτούμενο για την επόμενη δόση του δανείου. Ούτε υποστηρίζει κανείς, είτε στις Βρυξέλλες είτε στην Αθήνα, ότι υπηρετούν τάχα κάποια σοβαρή οικονομική σκοπιμότητα. Αποκλειστική επιδίωξη ήταν, ως φαίνεται, να σπάσει το ταμπού ότι στην Ελλάδα δημόσιοι υπάλληλοι δεν απολύονται, με το σκεπτικό ότι συνιστά κεντρικό εμπόδιο για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Μια τέτοια ανιστόρητη αντίληψη «κοινωνικής μηχανικής» –να διώξουμε μερικές χιλιάδες ώστε να συμμορφωθούν οι υπόλοιποι, για να το πούμε χυδαία –είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνη.

Στον έκτο χρόνο της ύφεσης, με την ανεργία σε εκρηκτικά επίπεδα και με όλες τις έως τώρα υποσχέσεις για οικονομική ανάκαμψη να έχουν διαψευσθεί, οι πάντες έχουν πια καταλάβει ότι για να βγει η Ελλάδα από την κρίση δεν αρκούν διαδικασίες δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης. Χρειάζονται επίσης βαθιές αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές, διοικητικές και πολιτικές πρακτικές, όλα όσα ονομάζουμε «μεταρρυθμίσεις», που λίγο έχουν προχωρήσει: στο υπουργείο Οικονομικών για την αποτελεσματική συλλογή των φόρων, αλλά και στις επιχειρήσεις και στους επαγγελματίες για να τους πληρώνουν, στους πολίτες για να σπρώχνουν σε αυτήν την κατεύθυνση.

Αλλαγές στις πρακτικές των ανθρώπων δεν επιτυγχάνονται ωστόσο με διατάγματα, χωρίς τη συνειδητή συμμετοχή τους. Απαιτούν συστηματική, συλλογική προσπάθεια από την πλευρά των κυβερνώντων, σχέδιο που να πείθει για μια δίκαιη, καλύτερη προοπτική, χρόνο για να το υιοθετήσουν όσοι καλούνται να το υλοποιήσουν. Εν πολλοίς αυτά έλειψαν. Ετσι έμεινε στη μέση –αφού είχαν ολοκληρωθεί σημαντικά βήματα στην αξιολόγηση των δομών, προτού ξεκινήσει αξιολόγηση των προσώπων –η διοικητική μεταρρύθμιση. Αλλά όταν τώρα οι αλλαγές επιχειρείται να εκβιαστούν, με ενέργειες που δεν αποφέρουν ορατό κοινωνικό όφελος, αντίθετα, βλάπτουν χιλιάδες εργαζομένους και πολύ περισσότερους χρήστες των υπηρεσιών τους, απλώς εκτρέφουν κάθε λογής αντιστάσεις. Με ψευδώνυμα υπονομεύουν κάθε προοπτική πραγματικής μεταρρύθμισης. Και, προπάντων, καταστρέφουν παραγωγικό δυναμικό το οποίο χρειάζεται η οικονομία για να ξαναμπεί στην ανάπτυξη.