Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, στον Φεβρουάριο του 1966, τότε που εξέπεμψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η τηλεόραση. Το σήμα που εμφανίστηκε στις λιγοστές τηλεοπτικές οθόνες σε «σκληρό» ασπρόμαυρο ήταν ένα κιονόκρανο, στην κορυφή του οποίου δέσποζε σε αρχαιοελληνική γραμματοσειρά το λογότυπο ΕΙΡ. Ψάχνοντας κανείς στο Διαδίκτυο μπορεί να ανακαλύψει τα ενθουσιώδη δημοσιεύματα της εποχής. Μπορεί να διακρίνει μια κάποια συγκίνηση, να εντοπίσει ένα είδος εθνικής υπερηφάνειας γι’ αυτό το βάπτισμα στην τεχνολογική πρόοδο, γι’ αυτήν την ευλογία της τεχνολογικής εξέλιξης. Και μπορεί να φανταστεί τον κόσμο, αυτόν τον λίγο κόσμο που είχε την τύχη να δει το «θαύμα», κάπως εκστασιασμένο μπροστά στην αυγή μιας νέας εποχής.

Είναι μια εικόνα ασπρόμαυρη, ρετρό, ενδεχομένως εξιδανικευμένη. Σήμερα, πάντως, είμαστε υποψιασμένοι. Το σήμα που εξέπεμψε χθες η δημόσια τηλεόραση δεν συγκίνησε κανέναν. Δεν ήταν προϊόν της τεχνολογικής προόδου αλλά αποτέλεσμα μιας άγαρμπης απόφασης, μιας απροσδόκητης εκτροπής που εξέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε εύλογες διαμαρτυρίες. Κανείς δεν κοίταξε εκστασιασμένος χθες την τηλεοπτική του οθόνη, κανείς δεν αισθάνθηκε ανακούφιση επειδή στη θέση του μαύρου εμφανίστηκε ένα σήμα με πολύ γαλάζιο και μερικές κυματιστές γραμμές. Τι ήταν αυτό το ΕΔΤ που θυμίζει κάτι σε ΕΔΕ, ποιος σχεδίασε αυτό το σήμα που σε πολλούς θύμισε αφίσα περιφερειακού φεστιβάλ κι έκανε κάποιους ειδικούς να διαπιστώσουν πλήρη άγνοια των στοιχειωδών κανόνων επικοινωνίας; Γιατί αγνοήθηκε τόσο πολύ η αισθητική;

Αν ήταν αυτό το πρώτο στοίχημα της κυβέρνησης, μάλλον το έχασε. Δεν είναι, όμως, αυτή η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει. Με την απόφασή του να κλείσει τη δημόσια τηλεόραση, ο Πρωθυπουργός ανέβασε τον πήχη πολύ ψηλά. Η νέα τηλεόραση θα κριθεί πολύ αυστηρά. Οχι μόνο για την αισθητική της επάρκεια, που είναι ζητούμενο για κάθε μέσο ενημέρωσης, αλλά και για τους όρους διαφάνειας που θα ισχύσουν στην επαναλειτουργία της, για τους κανόνες αξιοκρατίας που θα υιοθετηθούν στη στελέχωσή της.

Αυτή τη φορά δεν είναι η κοινωνία που πρέπει να δώσει εξετάσεις αντοχής και υπομονής. Είναι κυρίως η κυβέρνηση που πρέπει να περάσει το κρίσιμο τεστ της αξιοπιστίας και της ειλικρινούς σχέσης με τους πολίτες. Η διακήρυξη καλών προθέσεων δεν θα είναι αρκετή χωρίς μια έντιμη προσπάθεια κι ένα καλό αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά δεν είναι ένα βάπτισμα στην πρόοδο όπως τον Φεβρουάριο του 1966. Είναι ένα βάπτισμα στη συνέπεια.