Η αποσάθρωση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα με εξωασφαλιστικές παρεμβάσεις κατά την περίοδο πριν και μετά την οικονομική κρίση εξάντλησε «τα αναχώματα θωράκισης» του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Το ίδιο οι νομοθετικές κοινωνικο-ασφαλιστικές παρεμβάσεις που συντελέσθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια (1998-2008) στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρά τη μείωση του επιπέδου των συντάξεων από 7% έως 20%, δεν κατόρθωσαν να υποστηρίξουν την οικονομική κατάσταση των κοινωνικο-ασφαλιστικών συστημάτων, ιδιαίτερα ενόψει των νέων δεδομένων και των συνεπειών της ύφεσης.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει να υποστηρίζει, μη λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη συνθετότητα της οικονομικά βιώσιμης και κοινωνικά αποτελεσματικής προοπτικής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ότι «η προοπτική της γήρανσης του πληθυσμού (…) συνιστά σημαντικότατη πρόκληση για την εξασφάλιση της επάρκειας και της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Η γήρανση του πληθυσμού θα συντελεσθεί σε τέτοια κλίμακα που, εάν δεν υπάρξουν οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις, υπάρχει ο κίνδυνος υπονόμευσης (…) της σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη έκθεση ομάδας εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη «Γήρανση του πληθυσμού και τη βιώσιμη ανάπτυξη» που επιδόθηκε πρόσφατα στους υπουργούς Οικονομικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης προβλέπεται ότι ο πληθυσμός άνω των 65 ετών στην ευρωζώνη από 18% το 2010 θα αυξηθεί σε 30% το 2060.

Παράλληλα, ο δείκτης δημογραφικής εξάρτησης στην ευρωζώνη (αριθμός του πληθυσμού άνω των 65 ετών σε σχέση με τον αριθμό του πληθυσμού 15-65 ετών) από 30% το 2010 αυξάνεται σε 58% το 2060. Στις συνθήκες αυτές προβλέπεται ότι η ανεργία της ομάδας ηλικιών 20-64 ετών θα μειωθεί στην ευρωζώνη από 9,8% το 2010 σε 6,4% το 2060, η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί την περίοδο 2010-2060 κατά 1,4% τον χρόνο, το ΑΕΠ κατά 1,7% τον χρόνο και η απασχόληση κατά -0,1% κατά μέσον όρο τον χρόνο.

Αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις κατά τα επόμενα χρόνια στην ευρωζώνη επικαλούνται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διεθνείς αναλυτές, υπουργοί Οικονομικών κρατών-μελών, η Τράπεζα της Ελλάδος κ.λπ., προκειμένου να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά και πολιτικά κοινωνικο-ασφαλιστικές πολιτικές που είχαν και έχουν κεντρικό στόχο τη μείωση της κρατικής παρέμβασης στην παροχή κοινωνικής προστασίας, με αποτέλεσμα την αύξηση των ελλειμμάτων των συνταξιοδοτικών ταμείων παρά τη σημαντική μείωση των παροχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατη συνεδρίασή του (Μάιος 2013) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέδειξε το ζήτημα ότι η αύξηση της ανεργίας και η διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης συνέβαλαν καθοριστικά στην υπονόμευση της οικονομικής κατάστασης των συνταξιοδοτικών ταμείων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ομως, παρά τις επισημάνσεις αυτές, οι προτεραιότητες και οι επιλογές κατευθύνονται στη μετατόπιση του κέντρου βάρους του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος από το διανεμητικό (κοινωνική αλληλεγγύη) στο κεφαλαιοποιητικό (εξατομικευμένο) σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (βασική σύνταξη, ιδιωτικά συνταξιοδοτικά σχήματα, επαγγελματική και ιδιωτική ασφάλιση).

Με άλλα λόγια, υποστηρίζεται λανθασμένα (δεδομένου ότι η ιδιωτική ασφάλιση καθίσταται η πλέον επισφαλής «ασφάλιση» –π.χ. Γαλλία, Πολωνία, Ουγγαρία –εφόσον με διαχειριστικούς όρους υψηλού κινδύνου «αξιοποιεί» τα αποθεματικά της στις χρηματαγορές) ότι η ιδιωτική ασφάλιση θα μπορούσε να συμβάλει στην αναπλήρωση των σημαντικών απωλειών στις κύριες συντάξεις.

Από την άποψη αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος (Μάιος 2013) επικαλείται την αναγκαιότητα ανάπτυξης της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα δεδομένου ότι, κατά την άποψή της, το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης εκτιμάται ότι θα περιοριστεί κατά μέσον όρο σε 48,5% την περίοδο 2020-2060 έναντι 95,7% το 2009. Και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Β. Σόιμπλε θεωρεί ότι «σύντομα στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα εισαχθούν τα ιδιωτικά αμερικανικά πρότυπα του κράτους-πρόνοιας», ανατρέποντας το κοινωνικό ευρωπαϊκό πρότυπο κράτους-πρόνοιας, δεδομένου ότι το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης στη Γερμανία είναι 42%, στη Γαλλία 49% και στην Ιταλία 64,5% του τελευταίου μισθού.

Με άλλα λόγια, οργανώνονται και θεσμοποιούνται η ιδιωτική διαχείριση των κοινωνικών πόρων, η ατομική ευθύνη της ασφάλισης κινδύνων (κεφαλοποιητικό σύστημα) και η συρρίκνωση της κοινωνικής λειτουργίας της δημοκρατίας. Από την άποψη αυτή, η κοινωνία των πολιτών μεταμορφώνεται σε κοινωνία ιδιωτών (ατόμων) που λειτουργούν ως καταναλωτές των υπηρεσιών ασφάλισης των αγορών και όχι ως χρήστες συλλογικών-κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι τα κοινωνικά δικαιώματα διαχειρίζονται ως ατομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας και οι κοινωνικές ανάγκες διαχειρίζονται σε όρους αγοράς θεωρούμενες ως ατομική επιθυμία και όχι ως συλλογική-κοινωνική ανάγκη που το κράτος εγγυάται με νέους πόρους τη δυναμική ικανοποίησή της (Β. Κουμαριανός, 2013). Ετσι, συντελείται η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών κινδύνων σε όρους ατομικότητας και χρησιμότητας, και όχι σε όρους συλλογικότητας-κοινωνικότητας και ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.

Ο Σ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ