Αν βασιστεί κάποιος αποκλειστικά στις εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, τότε η εντύπωση που σχηματίζει για την Αφρική είναι αυτή μιας ανερχόμενης (οικονομικής) δύναμης. Μεταξύ των 10 χωρών με τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ το 2012, οι οκτώ βρίσκονται στην αφρικανική ήπειρο και οι προβλέψεις κάνουν λόγο για μέσο ρυθμό μεγέθυνσης κοντά στο 5,5% το 2013.

Ωστόσο η εικόνα μιας ταχέως αναδυόμενης Αφρικής απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων. Οι 54 χώρες της ηπείρου μπορεί να έχουν πολλές ιδιαιτερότητες, ωστόσο πολλά από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματά τους είναι κοινά. Ανάμεσα σε αυτά προβάλλει το ζήτημα της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων με μεθόδους οικονομικά δίκαιες και κοινωνικά αποδεκτές. Τα έσοδα από την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων και υδρογονανθράκων δεν έχουν καταφέρει να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των Αφρικανών οι οποίοι συγκαταλέγονται πρώτοι (και) στα στατιστικά της φτώχειας, της παιδικής θνησιμότητας και του αναλφαβητισμού. Το ένα τρίτο των κατοίκων της ηπείρου δεν τρέφεται επαρκώς, ενώ περίπου το 30% του ενήλικου πληθυσμού δεν εργάζεται. Και όμως τα 333 δισ. δολάρια που εισέρρευσαν στην Αφρική ως έσοδα από την εξαγωγή πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών (το 2010) θα αρκούσαν για να δώσουν τουλάχιστον τα στοιχειώδη σε εκατομμύρια Αφρικανούς που λιμοκτονούν.

Το πρόβλημα έγκειται στην άνιση κατανομή του εθνικού πλούτου αλλά και στη διαφυγή δημοσίων εσόδων λόγω των παράνομων δραστηριοτήτων και της διαφθοράς.

Χώρες με πλούσιο υπέδαφος όπως η Ανγκόλα και η Γκαμπόν βρίσκονται πάνω από τον μέσο αφρικανικό όρο σε ρυθμό ανάπτυξης (8,2% και 4,6% αντιστοίχως το 2013), αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση Oxfam η Αφρική χάνει κάθε χρόνο περισσότερα από 200 δισ. δολάρια λόγω της αδήλωτης εξαγωγής κεφαλαίων από τις χώρες με εξορυκτικές δραστηριότητες. Την περασμένη εβδομάδα η είδηση της σύλληψης 168 Κινέζων που εμπλέκονταν σε κύκλωμα παράνομων εξορύξεων χρυσού στην Γκάνα έγινε πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες αλλά και στον κινεζικό Τύπο. «Φαίνεται ότι η χώρα αποτελεί πλέον το αφρικανικό Ελντοράντο για τους κινέζους επιχειρηματίες», διαπιστώνει η αγγλόφωνη εφημερίδα «Γκάνα Χέραλντ». Η δυτικοαφρικανική χώρα δεν αποτελεί εξαίρεση στις νέες σχέσεις μεταξύ Αφρικής και Κίνας. Το Πεκίνο αγοράζει πολύτιμες πρώτες ύλες από την Αφρική με αντάλλαγμα την πώληση φθηνών καταναλωτικών προϊόντων και την κατασκευή βασικών υποδομών (οδικά δίκτυα και δημόσια κτίρια).

Το σινοαφρικανικό εμπόριο ξεπερνά πλέον τα 200 δισ. δολάρια τον χρόνο, ενώ περισσότερες από 800 κινεζικές (κρατικές) επιχειρήσεις έχουν εγκατασταθεί σε αφρικανικές χώρες. Ωστόσο το μοντέλο αξιοποίησης του αφρικανικού ορυκτού πλούτου στηρίζεται σε νεοαποικιακούς όρους.

Η έκθεση της Human Rights Watch σημειώνει ότι παρά τις προόδους που έχουν γίνει, οι κινέζοι επενδυτές εξακολουθούν να καταπατούν τους κανόνες ασφάλειας επιβάλλοντας «συνθήκες εργασίας ακόμα χειρότερες από αυτές των δυτικών επιχειρήσεων». Εύλογα λοιπόν «τα αντικινεζικά συναισθήματα των Αφρικανών φουντώνουν όσο αυξάνονται οι κινεζικές επενδύσεις», όπως σημειώνει η «Μοντ».