Μια παλιά (καλή;) συνήθεια μάς κρατάει εξαρτημένους από τις δηλώσεις των διανοουμένων. Μα και να το καθυστερήσουν αυτοί, τους το ζητάμε εμείς σαν τα παιδιά που τραβάνε απ’ το μπατζάκι τον πατέρα τους: πάρε εσύ την ευθύνη για να μην έχω εγώ το κρίμα στον λαιμό μου.

Δεν προπαγανδίζω μια κοινωνία ενστικτώδη, ακέφαλη και βάρβαρη. Με ανησυχεί όμως η δική μου πρωτίστως εξάρτηση από την αυθεντία του άλλου, δεν πάει να είναι κι ο Ορχάν Παμούκ. Τόνους ιδρώτα έχυσα προχθές το βράδυ πάνω από την ολιγόλογη ανακοίνωσή του για την κατάσταση στην Τουρκία. Τι λέει; Πώς το λέει και, κυρίως, γιατί άργησε να τοποθετηθεί; Είχε προηγηθεί η δήλωση του Γιασάρ Κεμάλ, όμως εγώ δεν είχα μάτια παρά μόνον για τον δικό μου. Τι γιατί; Γιατί τον αγαπώ από την εποχή τού «Με λένε Κόκκινο» κι ακόμη πρωτύτερα, τότε που πιτσιρικάς και άσημος έγραφε «Το σπίτι της σιωπής». Κάτι τέτοιες δηλώσεις βρίσκουν ή χάνουν την ισχύ τους ανάλογα με το πώς θα είσαι όταν θα σε χτυπήσουν. Κάπως έτσι, στον καιρό μου, είχα θεωρήσει «χλιαρή» την παρέμβαση Σεφέρη για τη χούντα, τόσα ήξερα – τόσα μολόγησα…

Τα πιο πολλά, πάντως, το εφηβικό μου δικαστήριο τα χρέωσε στον Σαρτρ τότε που δυσκολευόταν να νετάρει στο ιδανικό του ακροατήριο, πότε μαοϊκός και πότε επίσημος αγαπημένος του Κρεμλίνου. Γιατί κι οι φιλόσοφοι άνθρωποι είναι, κυρίες και κύριοι, και μοναδικός Θεός η θεοσκότεινη πολιτική συγκυρία. Ξέρω τι θα κάνω. Θα ξαναδιαβάσω τη «Ναυτία» και τις «Λέξεις», ενδεχομένως να ξανακούσω και τη «Ζάτουνα» του Μίκη Θεοδωράκη, από το άλλο μου τ’ αυτί, γιατί είν’ η μάνα μου κουφή.