Στο Καράκας μπορούσες να καταλάβεις ποια συνάντηση κορυφής ήταν σημαντική για τον Ούγκο Τσάβες όταν τα συνεργεία φρόντιζαν τις προσόψεις των κτιρίων. Προτού φθάσουν οι επίσημοι, ομάδες με κουβάδες και βούρτσες έβαφαν κίτρινες γραμμές κατά μήκος της διαδρομής από το αεροδρόμιο προς την πρωτεύουσα, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν την άσχημη κατάσταση των δρόμων με λίγο χρώμα.

Μετά τον πετρελαϊκό πλούτο, η θεατρικότητα ήταν το μεγαλύτερο προσόν του Τσάβες, του προέδρου της Βενεζουέλας από το 1999. Ανέβηκε στην εξουσία ως η μετενσάρκωση του απελευθερωτή της Λατινικής Αμερικής Σιμόν Μπολίβαρ –μάλιστα μετονόμασε τη χώρα σε Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας. Αυτή η ίδια θεατρικότητα όμως δίχασε τους Βενεζουελάνους, καθώς αναδεικνυόταν στη διεθνή σκηνή και μιλούσε για την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ πλούσιων χωρών και του υπόλοιπου κόσμου.

Στην πραγματικότητα ο Τσάβες ήταν ένας κακός μάνατζερ. Η κληρονομιά της 14χρονης «σοσιαλιστικής επανάστασης» είναι προφανής σε όλη την Βενεζουέλα: η αποσάθρωση, η δυσλειτουργικότητα και ο μαρασμός κυριάρχησαν στην οικονομία και σε κάθε κρατικό θεσμό. Ο Τσάβες ήταν ένας πολιτικός και ένας καταστροφικός ηγέτης. Αφήνει τη Βενεζουέλα ερείπιο και ο θάνατός του βυθίζει τα 30 εκατομμύρια των πολιτών της σε βαθιά αβεβαιότητα. Οι αποτυχίες του Τσάβες έκαναν περισσότερο κακό από την ιδεολογία, η οποία δεν ήταν ποτέ τόσο εξτρεμιστική όσο υποστήριζαν οι επικριτές του.

Οι ελάχιστες επενδύσεις και οι παραλογισμοί έπληξαν υδροηλεκτρικούς σταθμούς και το σύστημα ηλεκτροδότησης, προκαλώντας εβδομαδιαίες διακοπές που συνεχίζουν να αφήνουν πόλεις βυθισμένες στο σκοτάδι, να καταστρέφουν ηλεκτρικές συσκευές και να σταματούν μεγάλα μηχανήματα. Η κυβέρνηση δεν έχει έλλειψη αποδιοπομπαίων τράγων: έχει τους εργάτες της και τη CIA. Το ανεξέλεγκτο τύπωμα χαρτονομισμάτων και η δημοσιονομική πολιτική προκάλεσαν τέτοια αύξηση του πληθωρισμού ώστε το νόμισμα, το μπολίβαρ, έχασε 90% της αξίας του από τότε που ανέβηκε ο Τσάβες στην εξουσία και υποτιμήθηκε πέντε φορές μέσα σε μία δεκαετία. Σε μια άλλη αυταπάτη, το νόμισμα μετονομάστηκε σε «ισχυρό μπολίβαρ» –μια πινελιά Οργουελ.

Τα προσκόμματα σε ιδιωτικές φάρμες και η χαοτική διοίκηση των υποστηριζομένων από το κράτος αγροτικών συνεταιρισμών έπληξε την παραγωγή τροφίμων, κάτι που οδήγησε σε μεγάλες εισαγωγές και τελικά στη συσσώρευση χιλιάδων τόνων σάπιων προϊόντων στα λιμάνια. Λαϊκίστικες επιδοτήσεις περιόρισαν το κόστος της βενζίνης στο 1 δολάριο για να γεμίσει ένα ντεπόζιτο αυτοκινήτου, ίσως η πιο χαμηλή τιμή στον κόσμο, αλλά κόστισαν στο κράτος δισεκατομμύρια σε έσοδα.

Η γραφειοκρατία και η διαφθορά βασίλευαν, οι δολοφονίες τριπλασιάστηκαν φθάνοντας τις 20.000 ετησίως και οι συμμορίες απήγαν τα θύματά τους από στάσεις λεωφορείων. Μια νέα ελίτ, οι «μπολιγάρχες», μοιράζονταν τα κυβερνητικά συμβόλαια για να χρηματοδοτήσουν την πολυτελή τους διαβίωση.