Η εισαγωγή του χρήματος στην πραγματοποίηση συναλλαγών βοήθησε την οικονομική ανάπτυξη, την πρόοδο και την ευημερία των λαών. Το Αλλά σήμερα υπάρχει πρόβλημα με τον ρόλο του χρήματος στην οικονομία –στην πραγματική οικονομία –και στις κοινωνικές σχέσεις. Ως κεφάλαιο, στηρίζει τις επενδύσεις, την παραγωγή και το εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών. Ο Μαρξ θεωρούσε το χρήμα εργαλείο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι κάτοχοι των κεφαλαίων, οι πλούσιοι δηλαδή, επιθυμούν «όλος ο κόσμος να αυξάνει την περιουσία του όπως οι πλούσιοι, έστω και με τρόπο άνισο».

Μακροοικονομικά, η σχέση δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας καθορίζεται από την προστιθέμενη αξία (περιέχει τα κέρδη της επιχείρησης και το κόστος εργασίας). Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1980, η εργασία συμπιέζεται όλο και πιο πολύ προς όφελος των κερδών και του κεφαλαίου του επιχειρηματία (της επιχείρησης). Σήμερα η φράση «εκμεταλλεύσου το χρήμα σου» δεν σημαίνει πλέον να εφευρίσκεις, να σχεδιάζεις, να παράγεις, να πουλάς, αλλά να εκμεταλλεύεσαι την εργασία των άλλων με χαμηλό κόστος ή να δανείζεις το χρήμα σου όσο πιο ακριβά γίνεται. Ανορθολογικό, καθώς τεράστια κεφάλαια αξιοποιούνται όχι στην πραγματική οικονομία της παραγωγής και της ανάπτυξης αλλά σε χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Οταν σε μια παγκόσμια οικονομία με ανάπτυξη 5% τον χρόνο τα κεφάλαια αυτά ζητούν απόδοση πάνω από 15% μεσομακροπρόθεσμα, τότε γίνεται άμεσα αντιληπτό πού οδηγείται η ανθρωπότητα.

Το 2005, πριν από την κρίση του 2007, το παγκόσμιο ΑΕΠ ανερχόταν στα 45 τρισ. δολάρια. Αυτό είναι το μέγεθος της πραγματικής οικονομίας. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική οικονομία (συναλλαγματικές αγορές, αγορές μετοχών – ομολογιών, παραγώγων κ.λπ.) ανερχόταν στα 2.574 τρισ. δολάρια, 57 φορές μεγαλύτερη από την πραγματική οικονομία. Βέβαια στην ανάπτυξη της χρηματοοικονομικής οικονομίας συνέβαλε τα μέγιστα και η παγκοσμιοποίηση με τα επιτεύγματα της τεχνολογικής προόδου. Το «κερδοσκοπικό χρήμα» με βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό πήρε προβάδισμα σε σχέση με το χρήμα που χρηματοδοτεί τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Ειδικότητες περιζήτητες για τη βιομηχανία, όπως μηχανικοί, μαθηματικοί, φυσικοί κ.λπ., δεν ενδιαφέρονται για την παραγωγή νέων προϊόντων και νέων μεθόδων παραγωγής, αλλά για την ανάπτυξη αλγορίθμων κατάλληλων για τη γρήγορη και αποτελεσματική βραχυπρόθεσμη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία. Ο κόσμος της χρηματοοικονομικής οικονομίας επιβλήθηκε στον κόσμο της παραγωγής. Οι περισσότεροι μέτοχοι αρέσκονται στο να παράγουν οι επιχειρήσεις τους «χρήμα» παρά νέες ιδέες και προϊόντα αιχμής.

Αρχικά, με την κρίση της περιόδου 2007-2009, με το μεγάλο χρέος των κρατών της ευρωζώνης (κυρίως του Νότου) και με την παρούσα ύφεση λόγω λιτότητας, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη (των 27) αποφάσισαν να σταματήσουν την κυριαρχία της χρηματοοικονομικής οικονομίας. Τέθηκαν τρεις βασικοί άξονες, οι οποίοι προσανατολίζονται προς τον ίδιο στόχο: την εξασφάλιση του τραπεζικού συστήματος από νέες κρίσεις, τον περιορισμός και γενικά την απαγόρευση χρησιμοποίησης δημοσίων πόρων σε περίπτωση πτώχευσης μιας τράπεζας (συστημικός κίνδυνος με απειλή χρεοκοπίας όλου του τραπεζικού συστήματος). Οι άξονες αυτοί είναι οι εξής:

1. Διαχωρισμός των δραστηριοτήτων των τραπεζών με στόχο να περιοριστούν οι πράξεις χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας. Πρόκειται για την προστασία των καταθέσεων των πολιτών (κανόνας του Volker για τις ΗΠΑ).

2. Βασιλεία ΙΙΙ, μια ρύθμιση η οποία, με χρονικό ορίζοντα το 2019, προβλέπει ένα τραπεζικό σύστημα ισχυρό, με ρευστότητα για τις μελλοντικές κρίσεις.

3. Μελλοντική συγκέντρωση του ελέγχου των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εκτός από τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ πρέπει να επιβλέπει τις 200 μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης οι οποίες κατέχουν περίπου 30 δισ. ευρώ ενεργητικών στοιχείων. Αυτή η δύναμη της ΕΚΤ της επιτρέπει, στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής σταθερότητας (financial stability), να επιλύει τις συστημικές κρίσεις χωρίς να καταρρέει το συνολικό τραπεζικό στερέωμα. Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ενωση.

Ο Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και επισκέπτης καθηγητής στην Audencia Nantes School of Management