Αλήθεια, τι μπορεί να μας προσφέρει μία ακόμη έκθεση λογιστών της τρόικας οι οποίοι διαπιστώνουν τη διάλυση του φοροελεγκτικού μηχανισμού, όταν μία ημέρα νωρίτερα ο επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Π. Νικολούδης, τα είπε όλα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με δύο φράσεις;

Παρουσιάζοντας την έκθεση πεπραγμένων της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ο κ. Νικολούδης τόνισε με νόημα:

–Δεν μπορεί κάποιος να δηλώνει εισόδημα 7.000 ή 9.000 ευρώ και να έχει στην τράπεζα καταθέσεις 350.000 ή 500.000 ευρώ.

Και αποκάλυψε ότι «έπεσε από τα σύννεφα όταν οι εφορίες έλεγαν τι να κάνουμε την πληροφορία που μας στείλατε» όταν παρέλαβαν από την Αρχή τις λίστες των «φτωχών», πλην μεγαλοκαταθετών.

Ο κ. Νικολούδης, ο οποίος έχει αποφύγει τα φώτα της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της θητείας του, προχώρησε ακόμη παραπέρα:

«Τους δίναμε κουταλιά έτοιμη στο στόμα και δεν μπορούσαν να την εκμεταλλευθούν» και εξήγησε στους εμβρόντητους βουλευτές: «Υπάρχει το ΣΔΟΕ που κάνει ελέγχους αλλά δεν βεβαιώνει φόρους και οι εφορίες που βεβαιώνουν φόρους αλλά δεν έχουν καμία ικανότητα για έλεγχο. Ενας έχει το μαχαίρι, άλλος το πεπόνι και κανείς δεν τρώει».

Κατόπιν τούτων οι επισημάνσεις της τρόικας ότι δεν υπάρχουν ελεγκτές, ότι όσοι πραγματοποιούν ελέγχους δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις ή ένας μικρός αριθμός δωροδοκείται αλλά, παρότι είναι γνωστό στην κυβέρνηση, παραμένουν στις θέσεις τους, είναι ήσσονος σημασίας.

Από το κατηγορώ του εισαγγελέα Νικολούδη αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πρόβλημα της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής παραμένει άλυτο στη χώρα εξαιτίας πολιτικών εμποδίων. Ακόμη, συνειδητοποιεί ότι αυτό ακριβώς που συνέβη –δηλαδή η συσκότιση –με την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ γίνεται σε γενικευμένη κλίμακα σε όλη τη χώρα.