Πολιτικός «πατρίκιος», πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής σχεδόν «βρέφος». Στη συνέχεια, αν και υπερπροβαλλόμενος ως κοινοβουλευτικός –ασκούσε γαρ ιδιαίτερη πολιτική έλξη στον Αβέρωφ –δεν έδωσε δείγματα ποιότητας. Ο λόγος του ήταν σκληροπυρηνικός, ξύλινος, παλαιοκομματικός, «πρωτοβάθμιος»…

Ως υπουργός Οικονομικών απενεργοποίησε πλήρως τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, για να διευκολύνει την πολυπόθητη αυτοδυναμία του κόμματός του στις επερχόμενες εκλογές. Στο δε υπουργείο Εξωτερικών ενέπλεξε τον τόπο, από αφροσύνη ή φιλοδοξία, σε μια εκ των προτέρων χαμένη περιπέτεια, απροσμέτρητων πολιτικών συνεπειών (και στη διπλωματική μας αποτελεσματικότητα: έχοντας, π.χ., κατασπαταλήσει το περιορισμένο διεθνοπολιτικό μας κεφάλαιο στην Ονομασία του ακατονόμαστου, δεν μπορέσαμε να εναντιωθούμε αποτελεσματικά στην απόσχιση και διεθνή αναγνώριση του Κοσόβου, προηγούμενο μακροπρόθεσμα εξαιρετικά επικίνδυνο).

Ως ηγέτης, τέλος, της αντιπολίτευσης, ουδέποτε απέκλινε από την παραδοσιακή μας πολιτική «κουλτούρα». Δημαγωγός, λαϊκιστής, «ωτοθωπευτής», απευθυνόταν πάντα στο βουλητικό και όχι στη λογική των εκλογέων. Ακόμη, όμως, και στη συγκρότηση της κυβέρνησής του λειτούργησε με μικροκομματική λογική: συμπεριέλαβε πολλά αντιποιοτικά «κομματόσκυλα», τοποθετώντας μάλιστα στους πιο σημαντικούς υπουργικούς θώκους προβεβλημένους –και σπανίως επιτυχημένους, εξαιρούνται Χατζηδάκης και Δένδιας –υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης της ΝΔ. (Την κυβέρνηση αυτή, θυμίζω, ο άνθρωπος τον οποίο ο ίδιος ο Σαμαράς επέλεξε για οικονομικό κυβερνήτη της χώρας –και έχει πλήρη εποπτεία των φάσεων της πορείας μας προς την καταστροφή –χαρακτήρισε «λαίλαπα» για τον τόπο). Στη συνέχεια, όμως, υπήρξε κάτι σαν μετάλλαξη.

Ως Πρωθυπουργός –κινούμενος, βέβαια, πάντα εντός του πυρήνα της παραδοσιακής δεξιάς ιδεολογίας και της παλαιοκομματικής νοοτροπίας, που δεν του επιτρέπει ρήξεις με ορισμένα κατεστημένα συμφέροντα, συστήματα και δίκτυα –σε αρκετές κρίσιμες συγκυρίες επιδεικνύει θάρρος αλλά και νηφαλιότητα, «ήπια αποφασιστικότητα», προσαρμοστικότητα, λελογισμένη τόλμη, ορθοφροσύνη, κινητικότητα αντίθετη προς τη μοιρολατρία, ευθυκρισία, ικανότητα εξισορροπήσεων, στοχοπροσήλωση και ικανότητα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κοινής λογικής. (Ολα αυτά, έστω και αν εξακολουθεί να μη δείχνει συνειδητοποιημένος για το είδος των θεσμικών –συνταγματικών –εκλογικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται ο τόπος).

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού οφείλεται αυτή η μεταλλαγή. Στην κρισιμότητα των περιστάσεων; Στην πιεστικότητα της πραγματικότητας; Στο βάρος του αξιώματος σε τέτοιες συνθήκες; Σε μια επώδυνα κατακτηθείσα ωρίμαση; Ή απλώς είναι η ακραία πολιτική ανευθυνότητα του «πολυφωνικού» ΣΥΡΙΖΑ –που, μεταξύ άλλων, υπόσχεται να κυβερνήσει συγκολλώντας ΔΗΜΑΡ και… Καμμένο -, η οποία συγκριτικά εξωραΐζει την εικόνα του Πρωθυπουργού, κάνοντάς τον να φαίνεται παράγων σταθερότητας, με έρμα και σταθερή ρότα;

Η διερεύνηση των αιτίων της «μετάλλαξης» ίσως δεν έχει τόση σημασία. Ει μη μόνον αν μπορούσε να διασκεδάσει κάποια ανησυχία για τη μονιμότητά της… Θυμάμαι πράγματι στο δημοτικό, όταν κάναμε Φυσική Ιστορία, μαθαίναμε πως τα εξημερωμένα θηρία μπορούν να ανακτήσουν ανά πάσα στιγμή τα άγρια ένστικτά τους. Τα λαϊκιστικά ένστικτα ενός εξημερωμένου – προσγειωμένου πολιτικού θα μπορούσαν, άραγε, κάποια στιγμή να αναβιώσουν;

ΑΣΧΕΤΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ:

1. Η πρόσφατη πρόταση στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ με έκανε να αναζητήσω τη δικαιολογητική βάση της υποχρέωσης των άθρησκων φορολογουμένων να συμβάλλουν στη συντήρηση των θρησκευτικών λειτουργών. Βρήκα μόνο μία: στις κοινωνίες γενική χρησιμότητα έχουν, βέβαια, τα χέρια που σκάβουν ή χειρουργούν, τα στόματα που διδάσκουν, τα μάτια που προσανατολίζουν κ.λπ. Εχουν, όμως, και τα αυτιά που ακούνε, επιτρέποντας στους ανθρώπους να αναζητούν καθαρτήριο ψυχής, να βρίσκουν ανακουφιστική διέξοδο στις ενοχές και στον πόνο τους. Τέτοια «επαγγελματικά» αυτιά παρέχουν μόνο, στους διανοητικά πιο «ψαγμένους» μεν, οι ψυχίατροι, στους δε θρήσκους οι ρασοφόροι πνευματικοί. Στο μέτρο που οι –ουδέποτε προτιθέμενοι να επισκεφθούν ψυχίατρο του ΕΣΥ –φορολογούμενοι συμμετέχουν στη μισθοδοσία τους, μήπως το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί και για τους «παρηγορητές-ακροατές» των πιο απλοϊκών. Αλλωστε και η επιστήμη χρησιμοποιεί φάρμακα-πλασέμπο…

2. «Ηταν ήρωας ή φονιάς;», ρωτάει για τον εαμίτη θείο του ο πρωταγωνιστής ενός ιστορικού μυθιστορήματος, για να πάρει την απάντηση: «Κείνα τα χρόνια αυτά τα δύο δεν ξεχώριζαν». Αντίστοιχα ο Ντερτιλής ήταν και φανατικός φονιάς και Αντρας. (Οι υμνητές του, αντίθετα, είναι μόνο ηλίθιοι).

Ο Θανάσης Διαµαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσµών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο